ἠλίθιος
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
Dor. ἀλίθιος, α, ον, also ος, ον Hdt.1.60: (
A ἤλιθα ΙΙ):—idle, vain, χόλος Pi.P. 3.11; βέλος A.Ag.366(anap.); ὁδός Theoc.16.9.
II foolish, silly, εὐηθίη Hdt.1.60; ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Pl.Phd.95c; νόμος PThead.25.7 (iv A.D.); freq. of persons, E.Cyc.537, Ar.Ach.443, etc.: Comp. ἠλιθιώτερος X.Smp.3.6: Sup. ἠλιθιώτατος Ar.Ec.765; ἠλίθιόν [ἐστι] c. inf., Arist.Pol.1286a12, prob. in Antiph.58; also ἠλιθίων ἐστί = is the mark of a fool, Phld.Po.5.32. Adv. ἠλιθίως, διακεῖσθαι Lys.1.10; οἰόμενοι Pl. Tht.180d, cf. Theoc.10.40: Comp. ἠλιθιώτερον Jul.Gal.89a: neut. ἠλίθιον as adverb, Ar.Nu.872.
2 without sense, of the dead, Tab.Defix. Aud.43.7.
German (Pape)
[Seite 1161] (vgl. ἠλός, ἠλεός), 1) nichtig, vergeblich, eitel, χόλος οὐκ ἀλίθιος γίγνεται παίδων Διός Pind. P. 3, 11; ὅπως μήτε πρὸ καιροῦ μήθ' ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιθίαν ὁδὸν ἦνθον Theocr. 16, 9; adv. ἠλιθίως, 10, 40. – 2) häufiger thöricht, einfältig, unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, ἀνόητος; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιθιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίθιον θάῤῥος θαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ βλάξ Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιθίως διακεῖσθαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 sot, insensé;
2 vain, inutile.
Étymologie: cf. *ἠλός, ἠλεός.
Russian (Dvoretsky)
ἠλίθιος: дор. ἀλίθιος 3 (ῐθ, ᾱ)
1 безрассудный, глупый, нелепый (εὐηθίη Her.; ὅστις μὴ πιὼν κῶμον φιλεῖ Eur.; βλάψ τε καὶ ἠ. Xen.; θάρρος Plat.; φρένες ἀνδρῶν Plut.): ἠλιθιώτατος ἁπαξαπάντων Arph. глупейший из всех;
2 бесполезный, бесплодный, напрасный (χόλος Pind.; βέλος Aesch.; ὁδός Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠλίθιος: Δωρ. ἀλίθ-, α, ον, (ἤλιθα ΙΙ) μάταιος, ἄσκοπος, ἀνωφελής, χόλος Πίνδ. Π. 2. 21∙ βέλος Αἰσχύλ. Ἀγ. 366∙ ὁδὸς Θεόκρ. 16. 9. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀναίσθητος, ἀνόητος, μωρός, ὡς τὸ μάταιος, Ἡρόδ. 1. 60, Εὐρ. Κύκλ. 537, Ἀριστοφ. Ἀχ. 443, κτλ.∙ τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους τε καὶ ἐμβροντήτους Πλάτ. Ἀλκ. σ. 240∙ ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Πλάτ. Φαίδωνι 95C∙ ἠλιθιώτερος Ξεν. Συμπ. 3, 6∙ - ώτατος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 765∙ - ἠλίθιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 5, Ἀντιφ. Βοιωτ. 1. - Ἐπίρρ. -ίως, Λυσ. 92. 34, Πλάτ. Θεαιτ. 180D∙ οὐδετ. ἠλίθιον, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Νεφ. 872.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM ἠλίθιος, -ία, -ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, -ία, -ον) ανόητος, μωρός, βλάκας
αρχ.
1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.)
2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος
3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι» — είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ηλιθίου
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠλίθιον
ανόητα, ηλίθια, με βλακώδη τρόπο.
επίρρ...
ηλιθίως και ηλίθια (AM ἠλιθίως) ανόητα, με ηλίθιο τρόπο.
Greek Monotonic
ἠλίθιος: Δωρ. ἀλίθ-, -α, -ον (ἤλιθα),
I. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ανόητος, άμυαλος, άφρων, άνους, όπως το μάταιος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ. -ίως, σε Πλάτ.· ουδ. ἠλίθιον, ως επίρρ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἤλιθα
I. idle, vain, random, Pind., Aesch.
II. of persons, stupid, foolish, silly, like μάταιος, Hdt., Ar., etc. adv. -ίως, Plat.; neut. ἠλίθιον as adv., Ar.
Mantoulidis Etymological
(=ἀνόητος, τιποτένιος). Ἀπό τό ἠλεός (=παράφρων) πού παράγεται ἀπό τό ἄλη (=περιπλάνηση).
Παράγωγα: ἠλιθιόω (=τρελαίνω), ἠλιθιότης, ἠλιθιώδης, ἠλιθιάζω, ἠλιθίως.
Translations
foolish
Albanian: budalla; Arabic: أَحْمَق, غَبِيّ, سَفِيهٌ; Armenian: հիմար, տխմար, ապուշ; Asturian: neciu, ñeciu; Azerbaijani: ağılsız, axmaq; Belarusian: дурны; Bengali: মূর্খ; Bulgarian: неразумен, глупав; Burmese: မိုက်မဲ; Catalan: ximple; Cherokee: ᎤᎸᏓᎴᏍᎩ; Chinese Cantonese: 傻, 笨; Mandarin: 笨, 傻, 蠢, 愚蠢的; Chuukese: tiparoch; Czech: pošetilý, hloupý; Danish: tåbelig, dum; Dutch: onverstandig, dom; Esperanto: malsaĝa, stulta; Estonian: rumal, narr; Finnish: houkkamainen; French: sot, stupide, bête, idiot; Galician: necio; Georgian: სულელი; German: dumm, närrisch, töricht; Gothic: 𐌳𐍅𐌰𐌻𐍃, 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: ανόητος; Ancient Greek: ἀβέλτερος, ἀδόλεσχος, ἀκαίριος, ἄκαιρος, ἀλίθιος, ἀλιτόφρων, ἀλόγιστος, ἄνοος, ἀπειράγαθος, ἄσοφος, ἀσύφηλος, ἀφραδής, ἄφρενος, ἄφρων, ἀχρεῖος, ἄχρειος, ἀχρήϊος, βαβύρτας, εὐήθης, εὐηθικός, ἠλίθιος, κακόβουλος, κακοφραδής, κεπφαττελεβῶδες, κεπφαττελεβώδης, κέπφος, κεπφώδης, κωφός, λαθίφρων, μάταιος, μωρός, νενίηλος, νηπύτιος, νήφρων, φλύαρος, φλυαρώδης; Hebrew: מטופש, טיפשי; Hindi: मूर्ख; Icelandic: heimskur; Ido: dessaja; Irish: leibideach, díchéillí, aimhghlic; Italian: babbeo; Japanese: 愚かな, 馬鹿げた, 馬鹿な; Kabuverdianu: tolobásku; Khmer: ភ្លើ; Korean: 어리석다, 둔하다; Kurdish Northern Ladino: bovo; Latin: fatuus, stultus, morus, ineptus; Latvian: muļķīgs, dumjš, neprātīgs; Lithuanian: kvailas, neprotingas; Luxembourgish: domm, topeg; Macedonian: глупав; Manx: ommidjagh, blebbinagh, neuhushtagh, meecheeallagh, sou-cheayllagh, bolvaneagh; Maori: manuware, nenekara, rūrūwai, heahea, wawau; Norwegian Bokmål: tåpelig, dum; Persian: احمق, ببو; Polish: niemądry, głupi; Portuguese: idiota, tolo; Romanian: prost, tont, nerod; Russian: глупый, дурацкий, дурной, идиотский; Sardinian Campidanese: bovu, bacciloi, lolloi, managu, mengòsu; Logudorese: dòndoro, ménzu, menzosu, bovu; Scottish Gaelic: amaideach, faoin; Serbo-Croatian Cyrillic: будаласт, глуп; Roman: budalast, glup; Slovak: pochabý, hlúpy; Slovene: neumen, butast, trapast; Spanish: tonto, necio, imprudente; Swedish: dåraktig, dum; Telugu: మూర్ఖ, పిచ్చి; Thai: โง่; Tocharian A: āknats; Tocharian B: aknātsa; Turkish: ahmak, akılsız, aptalca, enayice, sersem, angut; Ukrainian: дурний; Urdu: مورکھ; Vietnamese: dại dột; Volapük: fopik; Yiddish: נאַריש