ἀνεκφώνητος
ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
English (LSJ)
ἀνεκφώνητον, unpronounced, mute, not to be pronounced, that cannot be pronounced; in Gramm., ἀνεκφώνητα = unpronounced letters, as ι subscriptum, EM203.7.
Spanish (DGE)
-ον
1 mudo, que no se pronuncia, impronunciable de grafemas, esp. de la ι del dat. detrás de larga, Sch.D.T.332.22, EM 203.7G., de los grafemas hebreos del nombre de Dios, Leont.H.Nest.M.86.1737D.
2 indecible, inefable de la naturaleza divina, Gr.Nyss.Hom.in Cant.339.18.
German (Pape)
[Seite 221] unaussprechlich, Schol. Ar. Lys. 1150. Bei den Gramm. sind ἀνεκφώνητα Lautzeichen, die für sich nicht ausgesprochen werden, wie ι subscriptum.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκφώνητος: -ον, παρὰ Γραμμ., ἀνεκφώνητα εἶναι τὰ μὴ προφερόμενα γράμματα· οἷον τὸ ὑπογεγραμμένον ι, Ἐτυμολ. Μ. 203, 7: - ἐν τοῖς σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1150 ἔχει τὴν σημασία τοῦ ἀνέκφραστος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεκφώνητος, -ον)
αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» —όπως το υπογεγραμμένο (-ι-)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί
2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων
αρχ.-μσν.
εκείνος που δεν πρέπει να εκφωνείται, που απαγορεύεται να πούμε τ’ όνομά του
αρχ.
ο ανέκφραστος (για τη θεία φύση).
Translations
ineffable
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol