επαναφέρω

From LSJ
Revision as of 14:27, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπαναφέρω)
νεοελλ.
1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω
2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη»)
3. θέτω εκ νέου, προβάλλω
μσν.
ζωντανεύω, ανασταίνομαι
αρχ.-μσν.
συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου
αρχ.
1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον («εἰ δὲ πεπόνθοντε λυγρὰ δι' ὑμετέραν κακότητα, μή τι θεοῖς τούτων μοῖραν ἐπαμφέρετε», Σόλ.)
2. (αμτβ.) ανάγομαι σε κάτι ως αίτιο («ἀφικέσθαι ἐπί τίνα ἀρχήν, ἤ οὐκέτ' ἐπανοίσει ἐπ' ἄλλο φίλον», Πλάτ.)
3. υπολογίζω, λογαριάζω, συμπεριλαμβάνω στον λογαριασμό
4. κομίζω, μεταφέρω, μεταβιβάζω, ιδίως αγγελίες
5. κάνω εμετό
6. (ρητ.) χρησιμοποιώ την επαναφορά
7. αναδίδομαι ως αναθυμίαση από το έδαφος
8. (για ήλιο ή αστέρια) ανυψώνομαι, ανατέλλω
9. κινούμαι προς την αντίθετη φορά
10. (για υγεία) βελτιώνομαι
11. αστρολ. παίρνω την πρώτη θέση μετά το κέντρο.