ὑπηνέμιος
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ὑπηνέμιον, (ἄνεμος)
A lifted by the wind or wafted by the wind, ὑπᾱνέμιοι φορέονται Theoc.5.115; ὑ. τανύοιτο, of the Sun, Arat.839.
2 swift as the wind, Plu.Sert.12.
II full of wind, ὑπηνέμια ᾠὰ wind-eggs, which produce no chickens, Ar.Fr.186, Pl.Com.19 (ἀνεμιαῖον ᾠόν was considered better Att., Moer.p.73 P.); of eggs laid by hens without impregnation, Arist.HA559b24; so κυήματα ὑπηνέμια Id.GA749b1; in Ar. Av.695 (anap.), ὑ. ᾠόν is the egg produced by Night alone, without impregnation; and Luc.Sacr.6 calls Hephaestus the ὑπηνέμιος παῖς of Hera; λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Plu.2.38e (s. v.l.): hence
2 metaph., empty, idle, ὄνειροι ib.735e, cf. Luc.Harm.4; πλοῦτος Id.Gall.12.
German (Pape)
[Seite 1205] windig, Wind andeutend, Arat. 839; ὠόν, ein Windei, Ar. Av. 695 u. fr. bei Ath. IX, 374 c, vgl. ἀνεμιαῖος. Auch ὑπ. κύημα, Arist. gen. an. 3, 1. – Übertr., nichtig, eitel, leer; Plut. Sert. 12; ὀνείρατα Luc. Harm. 4. – Auch = windschnell, πούς, Nonn. D. 8, 177.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne contient que du vent ; vain, vide ; en parl. de pers. vain, vaniteux.
Étymologie: ὑπό, ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπηνέμιος: дор. ὑπᾱνέμιος 2
1 легкий как ветер или уносимый ветром (οἱ κάνθαροι Theocr.);
2 рожденный без оплодотворения (κύημα Arst.; Ἣφαιστος Luc.);
3 неплодный (ᾠόν Arph., Arst.);
4 ветреный, легкомысленный, тщеславный (ἄνθρωποι Plut.);
5 легковесный, пустой (ὄνειροι, λόγος Plut.; πλοῦτος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηνέμιος: -ον, (ἄνεμος) ὁ διὰ τοῦ ἀνέμου (φερόμενος), ὑπᾱνέμιοι φορέονται Θεόκρ. 5. 115. 2) ὁ προμηνύων ἄνεμον, Ἄρατ. 839. ΙΙ. πλήρης ἀνέμου, ὑπηνέμια ᾠά, «τὰ δίχα τοῦ ὀχευθῆναι γεννώμενα» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1· (ἀνεμιαῖον ᾠόν, ἐνομίζετο ἀττικώτερον, Μοῖρ. 73, πρβλ. Bergk ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. Meineke 2. 1018)· - κυρίως ὡς εἴρηται ἐπὶ ᾠῶν ἅπερ γεννῶσιν αἱ ὄρνιθες χωρὶς νὰ ὀχευθῶσιν ὑπ’ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, κἑξ. 10. 6, 2, κἑξ.· πρβλ. ὑπ. κύημα ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 1, 5 καὶ 18· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 695, ὑπην. ᾠόν, εἶναι τὸ παραχθὲν ὑπὸ τῆς Νυκτὸς μόνης ἄνευ σπορᾶς· καὶ ὁ Λουκ. περὶ Θυσιῶν 6 καλεῖ τὸν Ἥφαιστον ὑπ. παῖδα τῆς Ἥρας. 2) μεταφ., μάταιος, κενός, ἄκαρπος, ἄνευ ἀποτελέσματος, λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Πλούτ. 2. 38Ε· ὄνειροι αὐτόθι 735Ε, Λουκιαν. Ἁρμον. 4· πλοῦτος Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ἐπὶ ἀνθρώπων, πεφυσημένος, ἀλαζών, κομπαστής, Πλουτ. Σερτ. 12.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὑπανέμιος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», Θεόκρ.)
2. αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῦτον ἐκεῖνον ὑπηνέμιον φέρεσθαι παρασκευάσας», Λουκιαν.)
3. αυτός που προμηνύει άνεμο
4. γεμάτος αέρα («ὑπηνέμια ὠά»
i) άγονα αβγά
ii) κλούβια αβγά, Πλάτ., Αριστοτ.)
5. μτφ. α) γρήγορος σαν τον άνεμο (α. «ποὺς ὑπηνέμιος», Νόνν.
β. «φυγαῑς ἀπαύστοις ἀνθρώπων ὑπηνεμίων», Πλούτ.)
β) (για πρόσ.) κούφιος, αλαζόνας, κομπαστής
γ) (για πράγμ. και καταστάσεις) κενός, μάταιος, αναποτελεσματικός («πάντα ἐκεῖνα ὑπηνέμια ὀνείρατα», Λουκιαν.)
6. φρ. α) «ὑπηνέμιον κύημα» και «λοχεῖαι καὶ ὠδῑνες ὑπηνέμιοι» — ψευδής εγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι (Πλούτ.)
β) «ὑπηνέμιον ὠόν» — το αβγό που γέννησε η Νύκτα μόνη της, χωρίς σπόρο (Αριστοφ.)
γ) «ὑπηνέμιος παῖς» — ο Ήφαιστος, που γεννήθηκε από την Ήρα χωρίς αυτή να συνευρεθεί με κανέναν (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄνεμος + κατάλ. -ιος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὑπηνέμιος: Δωρ. -ᾱνέμιος, -ον (ἄνεμος),
I. αυτός που έχει σηκωθεί ή έχει μεταφερθεί με τον αέρα, σε Θεόκρ.
II. γεμάτος άνεμο, ὑπηνέμιον ᾠόν, κλούβιο αυγό, που δεν παράγει νεοσσούς, σε Αριστοφ.· μεταφ., μάταιος, άσκοπος, κενός, σε Λουκ.· λέγεται για ανθρώπους, καυχησιάρης, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑπηνέμιος, doric ὑπᾱνέμιος, ον ἄνεμος
I. lifted or wafted by the wind, Theocr.
II. full of wind, ὑπ. ᾠόν a wind-egg, which produces no chicken, Ar.:— metaph. vain, idle, empty, Luc.; of men, braggart, Plut.