δενδροφόρος

From LSJ
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροφόρος Medium diacritics: δενδροφόρος Low diacritics: δενδροφόρος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dendrophóros Transliteration B: dendrophoros Transliteration C: dendroforos Beta Code: dendrofo/ros

English (LSJ)

δενδροφόρον,
A bearing trees, φάραγξ Theodor. ap. Ath.14.621b; ἄρουρα BGU328i17 (ii A. D.): Sup. δενδροφορώτατος Plu.Sull.12; ἡ δ. (sc. γῆ) Ph.2.583.
II in plural, tree-bearers, a guild in the cult of Cybele, μήτηρ δενδροφόρων IGRom.1.614 (Tomi, iii A.D.); freq. in Lat. Inscrr., cf. Lyd.Mens.4.59.

Spanish (DGE)

-ον
1 de un lugar que produce árboles, boscoso op. ἄδενδρος de las laderas de los Alpes, Plb.3.55.9, γῆ Str.17.3.23, τήν τ' Ἀκαδήμειαν ἔκειρε, δενδροφορωτάτην <τῶν> προαστείων οὖσαν Plu.Sull.12, ἡ δ. (γῆ) op. αἱ σπειρόμεναι Ph.2.583, cf. 21
plantado con árboles (ἄρουρα) BGU 328.1.17 (II d.C.)
fig. boscoso, peludo φάραγξ del culo, Sotad.2.
2 rom., subst. οἱ δενδροφόροι portadores de árboles o ramos cofrades en el culto de Cibele μήτηρ δενδροφόρων ITomis 83.14 (II/III d.C.), cf. IGBulg.4.1925 (Sérdica II d.C.), collegium dendroforum, CIL 9.939 (Apulia), 1459.9 (Hispinos), 10.5968, 8108, cf. Lyd.Mens.4.59.

German (Pape)

[Seite 546] 1) Bäume, Zweige tragend, Sp. – 2) Bäume hervorbringend, Ath. XIV, 621 b; superl. Plut. Sull. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit litt. qui porte des arbres.
Étymologie: δένδρον, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδροφόρος -ον [δένδρον, φέρω] die bomen voortbrengt.

Russian (Dvoretsky)

δενδροφόρος: богатый деревьями (προάστειον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δενδροφόρος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων δένδρα, Ἀθήν. 621Β· ὑπερθ. –ώτατος Πλούτ. Σύλλ. 12:― ἡ δ. (ἐνν. γῆ), Φίλων 2. 583. ΙΙ. =θυρσοφόρος, Ἰω. Λυδ. π. Μην. σ. 206.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δενδροφόρος, -ον)
(για τόπο) ο κατάλληλος για δενδροκαλλιέργεια
1. (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) δενδροφόρος (τόπος ή γη)
γεμάτος δένδρα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δενδροφόροι
αυτοί που τελούν τη δενδροφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

δενδροφόρος: -ον (φέρω), περιοχή που έχει δέντρα· υπερθ. -ώτατος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φέρω
bearing trees; Sup. -ώτατος, Plut.

Translations

woody

Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog