ἐκκοκκίζω
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ Ar.Lys.364:—take out kernels or take out seeds, e.g. from pomegranates, Apollon. ap. Gal.12.649: hence metaph., οὐσίδιον..ἐξεκόκκισα Nicom.Com.3; ἐκκοκκίζω σφυρόν put out one's ankle, Ar.Ach.1179; ἐκκοκκίζω τὰς τρίχας pluck out the hair, Id.Lys.448; ἐκκοκκίζω τὸ γῆρας drive away old age, ib.364; ἐκκοκκίζω τὰς πόλεις sack, gut the cities, Id.Pax63.
Spanish (DGE)
I concr. sacar las semillas, desgranar ῥοιὰν ... γλυκεῖαν ... ἐκκόκκισον Apollon. en Gal.12.649.
II fig.
1 sacar completamente θενών σου 'κκοκκιῶ τὸ γῆρας te sacaré el pellejo a golpes Ar.Lys.364
•vaciar λήσεις σεαυτὸν τὰς πόλεις ἐκκοκκίσας sin darte cuenta vas a vaciar nuestras ciudades Ar.Pax 63.
2 dilapidar οὐσίδιον ... κἀξεκόκκισα ἐν μησὶν ὀλίγοις Nicom.Com.3.
3 torcerse, dislocarse τὸ σφυρὸν ... ἐξεκόκκισεν Ar.Ach.1179.
German (Pape)
[Seite 764] auskernen; kom. τὰς πόλεις Ar. Pax 63, Schol. ἐρημόω; τὸ γῆρας, τρίχας, Lys. 364. 448, ausraufen; σφυρόν, den Knöchel ausrenken, Ach. 1142; τὸ οὐσίδιον, ὥσπερ ᾠόν τις ῥοφῶν, durchbringen, Nicom. bei Ath. II, 58 a.
French (Bailly abrégé)
ôter le noyau ou la graine ; fig. dilapider (son bien) ; arracher, détruire ; saccager (une ville).
Étymologie: ἐκ, κόκκος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκοκκίζω: досл. удалять зерно, перен.
1 вырывать (τρίχας Arph.);
2 вывихивать (σφυρόν Arph.);
3 разорять, опустошать (πόλεις Arph.);
4 уничтожать: ἐ. τὸ γῆράς τινος Arph. не дать кому-л. состариться, т. е. убить кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκοκκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ. ἀφαιρῶ τὸν πυρῆνα, «κουκοῦτσι», μεταφ., οὐσίδιον... ἐξεκόκκισα Νικόμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐκκ. σφυρόν, ἐξαρθροῦν τὸ σφυρόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179· ἐκκ. τὰς τρίχας, ἐκριζοῦν τὰς τρίχας, Ἀριστοφ. Λυσ. 448· ἐκκ. τὸ γῆρας, ἐκδιώκειν τὸ γῆρας, αὐτόθι 364· ἐκκ. τὰς πόλεις, ἐκπορθεῖν, διαρπάζειν, ὁ αὐτ. Εἰρ. 63. ― Πρβλ. ἐκγιγαρτίζω.
Greek Monolingual
και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω)
βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς
αρχ.
1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω
2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω
3. ξεριζώνω
4. κυριεύω, διαρπάζω
5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» — διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες.
Greek Monotonic
ἐκκοκκίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, αφαιρώ τον πυρήνα, το κουκούτσι, ξεσποριάζω· μεταφ., ἐκκ. σφυρόν, εξαρθρώνω τον αστράγαλό μου, σε Αριστοφ.· ἐκκ. τὰς πόλεις, λεηλατώ, ερημώνω πόλεις, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to take out the kernel: metaph., ἐκκ. σφυρόν to put out one's ankle, Ar.; ἐκκ. τὰς πόλεις to sack, gut the cities, Ar.
Translations
dislocate
Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: ontwrichten; French: disloquer, luxer, déboîter; Galician: dislocar; German: auskugeln, ausrenken, verrenken, dislozieren; Greek: εξαρθρώνω; Ancient Greek: ἀπεξαρθρέω, ἀποστρέφω, διαρθρέω, ἐκβάλλω, ἐκγομφόω, ἐκκλίνω, ἐκκοκκίζω, ἐκμοχλεύω, ἐκστρέφω, ἐξαρθρέω, ἐξαρθρόω, ἐξαρθρῶ, παραρθρέω, στρέφω; Hungarian: kificamít; Italian: slogare, lussare; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: luxo; Polish: zwichnąć; Portuguese: deslocar; Romanian: disloca; Russian: вывихивать, вывихнуть; Slovene: izpahniti; Spanish: dislocar; Tagalog: malinsad