παράφημι

From LSJ
Revision as of 13:20, 29 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφημι Medium diacritics: παράφημι Low diacritics: παράφημι Capitals: ΠΑΡΑΦΗΜΙ
Transliteration A: paráphēmi Transliteration B: paraphēmi Transliteration C: parafimi Beta Code: para/fhmi

English (LSJ)

poet. παραίφημι and πάρφημι,
A speak gently to, advise, μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι Il.1.577:—Med., persuade, appease, μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι παρφάσθαι Od.16.287, 19.6; τιν' ἄλλον παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249, cf. Od.2.189; μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Hes.Th.90, cf. Parm.1.15.
2 freq. with collat. notion of deceit, speak deceitfully or speak insincerely, παρφάμεν ὅρκον, λόγον, Pi. O.7.66, P.9.43:—Med., πολλά μιν παρφαμένα beguiling him, Id.N.5.32.

German (Pape)

[Seite 506] (s. φημί), wie παραμυθέομαι, zureden, rathen, μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, Il. 1, 577; u. im med. ermahnen, bereden, beschwichtigen, μνηστῆρας παρφάσθαι Od. 16, 287. 19, 6; h. Cer. 337; auch ἐπέεσσι παρφάμενος u. παραιφάμενος, Il. 12, 249. 24, 771 Od. 2, 189; Hes. Th. 29; gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Überredung od. Täuschung; vgl. Pind. θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65, wie παρφάμεν τοῦτον λόγον P. 9, 43; sp. D., wie τοῖα παραιφαμένη κατέρυκεν Ap. Rh. 2, 287, öfter; Orph. Arg. 95, μείλιχα παρφαμένη δὲ τὸν ὃν πόσιν, 1317; u. geradezu hintergehen, täuschen.

French (Bailly abrégé)

conseiller, donner un conseil τινί, à qqn;
Moy. inf. poét. παρφάσθαι, tromper par un mensonge, par un parjure, etc., τινά qqn.
Étymologie: παρά, φημί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρά-φημι, ep. inf. med. παρφάσθαι, ptc. παρφάμενος en παραιφάμενος. act. aanraden. med. overhalen, bepraten:. μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι παρφάσθαι de vrijers met vleiende woorden om de tuin leiden Od. 16.287.

Russian (Dvoretsky)

παράφημι: эп. πάρφημι и παραίφημι, дор. πάρφαμι
1 увещевать, сетовать (τινί Hom.);
2 med. уговаривать, обольщать (τινα μαλακοῖς ἐπέεσσιν Hom.);
3 med. лживо говорить: παράφημι ὅρκον Pind. давать ложную клятву.

English (Autenrieth)

mid. aor. inf. παρφάσθαι, part. παρφάμενος, παραιφάμενος: ad- vise, Il. 1.577; mid., mislead, delude, appease, Il. 24.771.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. παραίφημι και πάρφημι Α
1. μιλώ ήπια σε κάποιον, συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ κάποιον («μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. παράφαμαι, παραίφαμαι, πάρφαμαι
καταπραΰνω, μαλακώνω («μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν», Ησίοδ.)
3. (συχνά με την έννοια του δόλου) πείθω, εξαπατώ, παραβαίνω, δεν φυλάσσω τον όρκο («θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν», Πίνδ.)
4. μέσ. εξαπατώ τον εαυτό μου («πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῶ παρφαμένα λιτάνευεν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + φημί «λέγω»].

Greek Monotonic

παράφημι: ποιητ. παραίφημι και πάρφημι,
1. μιλώ ευγενικά, συμβουλεύω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., πείθω, καταπραΰνω, με αιτ., σε Όμηρ.
2. μιλώ απατηλά ή ψεύτικα, σε Πίνδ.· και στη Μέσ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παράφημι: ποιητ. παραίφημι καὶ πάρφημι, ὡς τὸ παραμυθέομαι, ὁμιλῶ ἠπίως πρός τινα, παραινῶ, συμβουλεύω, μητρὶ δ’ ἐγὼ παράφημι Ἰλ. Α. 577. ― Μέσ., καταπραΰνω, μαλάσσω, μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσιν παρφάσθαι Ὀδ. Π. 287, Τ. 6· τιν’ ἄλλον παρφάμενος παρφάμενος ἐπέεσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Ἰλ. Μ. 249, πρβλ. Ὀδ. Β. 189· μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Ἡσ. Θ. 90· ― πρβλ. παράφασις. 2) συχνάκις μετὰ παραλλήλου ἐννοίας ἀπάτης, ὁμιλῶ ἀπατηλῶς, δὲν φυλάττω, παραβαίνω, παρφάμεν ὅρκον, λόγον Πινδ. Ο. 7. 121, Π. 9. 70· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 58.

Middle Liddell

poet. παραίφημι poet. πάρφημι
1. to speak gently to, to advise, c. dat., Il.:—Mid. to persuade, appease, c. acc., Hom.
2. to speak deceitfully or insincerely, Pind.; and, in Mid., Pind.

Translations

persuade

Arabic: ⁧أَقْنَعَ⁩; Armenian: հորդորել; Azerbaijani: inandırmaq, razılaşdırmaq; Belarusian: запэўніваць, запэўніць; Bulgarian: убеждавам, убедя; Catalan: persuadir; Chinese Mandarin: 說服/说服, 勸說/劝说, 相勸/相劝, 勸/劝; Czech: přesvědčit; Danish: overbevise, overtale; Dutch: overtuigen, overhalen, overreden, persuaderen; Esperanto: konvinki, persvadi; Estonian: veenma, keelitama; Finnish: taivuttaa, vakuuttaa; French: persuader, convaincre; German: überreden, gewinnen, verführen, bestechen, dazu bringen; Gothic: 𐌲𐌰𐍆𐌿𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: πείθω; Ancient Greek: ἀγαπάω, ἀγαπέω, ἀγαπῶ, ἀμπείθω, ἀναγιγνώσκω, ἀναγινώσκω, ἀναπείθειν, ἀναπείθω, ἐάω, ἐκπείθω, ἐπαείρω, ἐπαίρω, ἐπισπάω, ἐπισπῶ, καταπείθω, παραίφημι, παραναπείθω, παράφημι, πάρφαμι, πάρφημι, πείθειν, πείθω, προάγω, προσβιβάζω, προτρέπω, συμπείθω, ψυχαγωγέω, ψυχαγωγῶ; Hebrew: ⁧שִׁכְנֵעַ⁩; Hungarian: rábeszél, meggyőz, rávesz; Hunsrik: përsuatiere; Italian: persuadere, convincere; Japanese: 説得する, 説く; Khmer: បញ្ជោក; Korean: 설득하다; Lao: ຊັກຊວນ; Latin: persuadeo, exoro; Latvian: pārliecināt, pierunāt; Lithuanian: įtikinti, įkalbėti; Macedonian: убедува, убеди; Malayalam: അനുനയിപ്പിക്കുക; Maori: whakapakepake; Norwegian Bokmål: overtale, overbevise; Persian: ⁧متقاعد کردن⁩; Polish: przekonywać, przekonać; Portuguese: persuadir; Romanian: convinge, persuada; Russian: убеждать, убедить, уговаривать, уговорить; Scottish Gaelic: iompaich; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀верити, у̀вјерити, убедити, убиједити; Roman: ùveriti, ùvjeriti, ubéditi, ubijéditi; Slovak: presvedčiť; Slovene: prepričevati, prepríčati; Spanish: persuadir; Swedish: övertyga, övertala; Thai: ชักชวน, โน้มน้าว; Turkish: ikna etmek, razı etmek; Ukrainian: переконувати, переконати; Vietnamese: thuyết phục; Welsh: perswadio