ἐξάνειμι
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
A go forth from, Ἑλλάδος A. R.2.459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα being reflected from.., Id.3.757; ἐ. οὐρανοῦ go up the sky, of stars, Theoc.22.8 codd.
II come back from, ἄγρης h.Pan.15.
Spanish (DGE)
1 regresar de ἄγρης h.Pan.14.
2 partir de Ἑλλάδος A.R.2.459, γαίης Ὑλληίδος A.R.4.562.
3 surgir, salir de c. gen. θῆρας ὀσσόμενοι πόντου ... ἐξανίοντας A.R.4.318, Θέτιν ... ἁλὸς ἐξανίουσαν A.R.4.759, c. gen. y prep. ἐξανιὼν δὲ ἐκ ῥοθίων Διόνυσος Nonn.D.21.278, fig. αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα un rayo de sol reflejándose en el agua A.R.3.756
•astr. levantarse, tener su orto, salir de la constelación Erídano Ποταμοῦ πρώτην ἁλὸς ἐξανίουσαν καμπὴν ... σκέψαιτό κε ναύτης un navegante podría contemplar el primer meandro de la constelación del Río levantándose desde el mar Arat.728.
German (Pape)
[Seite 869] (s. εἶμι), heraus- u. herausgehen; οὐρανοῦ, am Himmel aufgehen, Theocr. 22, 8; Ap. Rh. 2, 459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, zurückstrahlend aus, 3, 737; ἄγρης ἐξανιών, von der Jagd zurückkehrend, H. h. Pan. 15.
French (Bailly abrégé)
1 se lever et sortir de, venir de, gén.;
2 revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἄνειμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάνειμι:
1 возвращаться (ἄγρης HH);
2 восходить (οὐρανοῦ ἐξανίοντα ἄστρα - v.l. ἀνίοντα Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνειμι: μεταβαίνω ἔκ τινος μέρους εἰς ἄλλο, στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 459· ἠελίου... αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, ἀντανακλωμένη ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. Γ. 757· οὐρανοῦ ἐξανιόντα (οὐρανὸν εἰσανιόντα Meineke), ἀναβαίνοντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ ἀστέρων, Θεόκρ. 22. 8. ΙΙ. ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, ἄγρης ἐπανιὼν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 15.
Greek Monolingual
ἐξάνειμι (Α) ἄνειμι
1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, (για αστέρι) ανατέλλω («οὐρανοῦ ἐξανιόντα», Θεόκρ.)
2. πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.)
3. ξανάρχομαι, επιστρέφω («ἄγρης ἐξανιών», ύμν. εις Πάνα)
4. μτφ. ανακλώμαι.
Greek Monotonic
ἐξάνειμι:I. ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανατέλλω από τον ορίζοντα, λέγεται για αστέρια, σε Θεόκρ.
II. γυρίζω, επανέρχομαι από, ἄγρης, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
I. to rise from the horizon, of stars, Theocr.
II. to come back from, ἄγρης Hhymn.