ἀρχιτέκτων
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
-ονος, ὁ,
A chief-artificer, master-builder, director of works, τοῦ ὀρύγματος, τῆς γεφύρας, Hdt.3.60, 4.87; opp. χειροτέχνης, Arist.Metaph.981a30; opp. ἐργατικός, Pl.Plt. 259e; commissioner of works, IG2.403, al., ib.9(1).694.145 (Corcyra), SIG284.12 (Chios, from Erythrae), etc.; ἀρχιτέκτων τοῦ ναοῦ ib.494.3 (Delph.); ἀ. ἐπὶ τὰ ἱερά IG2.404.
b pl., board of naval constructors, Arist.Ath.46.1.
2 generally, author, contriver, E.Cyc.477; ἀ. κύριος τῆς ἡδονῆς Alex. 149.2; ἀρχιτέκτων τῆς ἐπιβουλῆς D.56.11; τοῦ τέλους Arist.EN1152b2; τοὺς ταῖς διανοίαις ἀρχιτέκτονας τινός = those that direct activities by thought, Id.Pol.1325b23.
II at Athens, manager of the state theatre and of the Dionysia, D.18.28, IG2.335.
Spanish (DGE)
(ἀρχῐτέκτων) -ονος, ὁ
• Morfología: [fem. ἡ Ph.1.660; lat. ac. architectonem Plaut.Mos.760, Poen.1110]
I 1ingeniero arquitecto pontonero ἀ. τῆς γεφύρας sobre el Bosforo, Hdt.4.87, 88, 7.36
•arquitecto o ingeniero naval Moschio Hist.2, formando parte de un cuerpo elegido en Atenas χειροτονεῖ δ' ἀρχιτέκτονας ὁ δῆμος ἐπὶ τὰς ναῦς Arist.Ath.46.1, a la vez que constructor de edificios κατασκευάζειν οἰκίαν καὶ πλοῖον ... χωρὶς ἀρχιτέκτονος Phld.Vit.32.25
•ingeniero diseñador de máquinas de guerra, de Arquímedes, Plb.8.7.2, cf. Onas.42.3, a la vez que ingeniero naval, Polyaen.7.21.2.
2 arquitecto ingeniero de canales y diques para conducción de agua e irrigación τοῦ ὀρύγματος τούτου Hdt.3.60, τοῦ Ἀρσινοίτου νόμου PLond.2074.2 (III a.C.), cf. PPetr.2.9.4.7, PLugd.Bat.20 Supl.A.39 (III a.C.), PLond.2173.4
•de puertos, Pl.Grg.455b (cf. tb. 3).
3 arquitecto, alarife constructor de monumentos y edificios ἀ. τῆς στέγης de un monumento monolítico egipcio, Hdt.2.175, esp. templos IG 22.839.29 (III a.C.), τοῦ ναοῦ FD 3.184.3 (III a.C.), cf. Pan 51.30 (I d.C.), gener. IEryth.503.12 (III a.C.), SIG 707.8 (Olbia II d.C.), MAMA 3.522 (Córico), 796 (Elaiusa), CIRB 1112, 1245.17
•para hacer el tabernáculo, I.AI 3.104, desmontar el Zeus de Olimpia, I.AI 19.9, o construir murallas y fortificaciones, Plb.13.4.6, D.S.14.18, I.Vit.156, y gener. edificios públicos y privados PCair.Zen.193.3, 8, 200.3, 233.2, 7 (III a.C.), τῆς καινῆς οἰκίας LXX 2Ma.2.29, cf. Phld.Rh.1.192, Plaut.Mos.760, Varro Sat.Men.249, I.AI 10.56, PTeb.286.19 (II d.C.), Plu.2.156b, PBerl.Borkowski 2.15, 5.7 (III/IV d.C.), PKöln 197.2 (V/VI d.C.)
•en Roma ἔπαρχος ἀρχιτεκτόνων praefectus fabrum, IG 22.3546.12 (I d.C.), cf. ABSA 56.1961.23 n.58 (Pafo II a.C.)
•considerado como gran supervisor de obras y operarios ἀ. ... οὐκ αὐτὸς ἐργατικός, ἀλλ' ἐργατῶν ἄρχων Pl.Plt.259e, cf. Arist.Metaph.981a30, b31, Pol.1253b38, μεγάλους ἀρχιτέκτονας καὶ τεχνίτας para la construcción de los monumentos de la acrópolis ateniense, Plu.Per.13, τέκτων καὶ ἀ. LXX Si.38.27
•dotado de gran formación y especiales dotes intelectuales γνωμονικοῦ γὰρ ἀνδρὸς καὶ τοῦτο δεῖ (sc. ἀρχιτέκτονα γενέσθαι) X.Mem.4.2.10, σοφὸς ἀ. LXX Is.5.3, 1Ep.Cor.3.10
•ἀ. διδάσκαλος profesor de arquitectura, DP 7.74.
4 administrador general del teatro en Atenas, D.18.28.
II fig.
1 diseñador, artífice, cerebro τοῖσιν ἀρχιτέκτοσι πείθεσθ' E.Cyc.477, τῆς ὅλης ἐπιβουλῆς D.56.11, cf. 40.32, τοῦ φόνου Lib.Or.24.23
•ingenioso, maquinador, inventor a veces peyor. patrañero, me quoque dolis iam superat architectonem Plaut.Poen.1110, de autores literarios, Luc.Hist.Cons.12, de Homero, Luc.Cont.4.
2 supremo artesano, gran arquitecto, gran artífice del filósofo político οὗτος γὰρ τοῦ τέλους ἀ. Arist.EN 1152b2, τοὺς ταῖς διανοίαις ἀρχιτέκτονας Arist.Pol.1325b23, cf. MM 1198a36ss., ἀ. κύριος τῆς ἡδονῆς Alex.149.2
•de Dios ἀρχιτέκτονος οὗ καὶ σύμπας ὁ κόσμος ἔλαχε Ph.1.583, cf. 1.5
•pred. ἀ. λόγος Arist.Pol.1260a18, τοῖς σοφῆς ἀρχιτέκτονος, ἀλληγορίης, ἑπόμενοι παραγγέλμασιν ἐποικοδομῶμεν Ph.1.660.
German (Pape)
[Seite 366] ονος, ὁ, 1) der Baumeister, Xen. Mem. 4, 2, 10; übh. der etwas veranlaßt u. ausführen läßt, nach Plat. Polit. 259 e πᾶς οὐκ αὐτὸς ἐργαστικός, ἀλλὰ ἐργατῶν ἄρχων; vgl. Eur. Cycl. 477; τῆς ἐπιβουλῆς Dem. 56, 11; vgl. Arist. Polit. 7, 3, 5. – 2) in Athen, der Theaterpächter, Böckh Staatsh. I p. 236.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
architecte, constructeur ; p. ext., à Athènes administrateur de théâtre.
Étymologie: ἄρχω, τέκτων.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιτέκτων: ονος ὁ
1 зодчий, строитель (τῆς γεφύρας Her.; sc. οἰκίας Plut.);
2 устроитель, руководитель (ἀ. ἐργατῶν ἄρχων ἐστίν Plat.; τοῖσιν ἀρχιτέκτοσι πείθεσθαι Eur.): τοῦ τέλους ἀ. Arst. устанавливающий цель;
3 (в Афинах), арендатор театра Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιτέκτων: -ονος, ὁ, ὁ πρῶτος τῶν τεκτόνων, ὁ διευθύνων οἱανδήποτε τεκτονικὴν ἐργασίαν, ἀρχιτέκτων ὡς και νῦν, μηχανικὸς κτλ. ἀρχιτέκτων τοῦ ὀρύγματος, τῆς γεφύρας Ἡρόδ. 3. 60., ἐπὶ τὴν γέφυραν τῆς ἀρχιτέκτων ἐγένετο Μανδροκλέης 4. 87· ἀντίθετον τῷ χειροτέχνης, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 1, 11· συχν. ἐν Ἐπιγρ., Συλλ. Ἐπιγρ. 77., 160. 2, 2158, κ. ἀλλ. 2) ὁ διευθύνων τὰς ἐργασίας τῶν ἐργατῶν, ἐπιστάτης αυτῶν, καὶ γὰρ ἀρχιτέκτων γε πᾶς οὐκ αὐτὸς ἐργατικός, ἀλλὰ ἐργατῶν ἄρχων Πλάτ. Πολιτ. 259Ε. 3) μεταφορ. ὁ πρῶτος ἐπινοήσας τι, ὁ πρωτουργὸς πράξεώς τινος, σιγᾶτέ νυν… χὤταν κελεύσω, τοῖσιν ἀρχιτέκτοσι πείθεσθ᾿ Ευρ. Κύκλ. 477· οὐκ ἀρχιτέκτων κύριος τῆς ἡδονῆς μόνος καθέστηκ᾿ Ἄλεξ. ἐν «Μιλησίοις» 1· ἀρχ. τῆς ἐπιβουλῆς Δημ. 1286. 10· τοῦ τέλους Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 11, 1· τοὺς ταῖς διανοίαις ἀρχ. τινός ὁ αὐτ. Πολ. 7. 3, 8. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἰδίως ὁ ἐπὶ τοῦ δημοσίου θεάτρου καὶ τῶν Διονυσίων, Δημ. 234. 24· πρβλ. Βοικχ. ΙΙ. Οἰ. 1. 294.
English (Strong)
from ἀρχή and τέκτων; a chief constructor, i.e. "architect": masterbuilder.
English (Thayer)
ἀρχιτεκτονος, ὁ (τέκτων, which see), a master-builder, architect, the superintendent in the erection of buildings: Herodotus, Xenophon, Plato, and subsequent writings; 2 Maccabees 2:29.)
Greek Monotonic
ἀρχιτέκτων: -ονος, ὁ,
I. 1. αρχιτεχνίτης, εργολάβος οικοδομών, αυτός που διευθύνει τις εργασίες, αρχιτέκτων, μηχανικός, σε Ηρόδ.
2. γενικά, δημιουργός, κατασκευαστής, πρωτεργάτης, σε Ευρ., Δημ.
II. στην Αθήνα, διευθυντής δημοσίου θεάτρου και των Διονυσίων, στον ίδ.
Middle Liddell
I. a chief-artificer, master-builder, director of works, architect, engineer, Hdt.
2. generally, a constructor, author, Eur., Dem.
II. at Athens, the manager of the state theatre and of the Dionysia, Dem.
Chinese
原文音譯:¢rcitšktwn 阿而希-帖克團
詞類次數:名詞(1)
原文字根:原始-技(工) 相當於: (חֶרֶשׁ)
字義溯源:承造首領,建築師,工頭;由(ἀρχή)=開始)與(τέκτων)=技師)組成;其中 (ἀρχή)出自(ἄρχω)=著手), (ἄρχω)出自(ἄρχω)*=為首),而 (τέκτων)又出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 一個⋯工頭(1) 林前3:10