ἀποβιάζομαι
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
A force away, force back, τὸ ὑγρόν Arist.IA714a19; τὸ κωλῦον Id.Pr.903b5, cf. GA737b29, Mete.368b10, PPetr.3p.39 (iii B.C.):—Pass., to be forced away or back, X.Cyr.4.2.24, Arist.Mete. 364a29; ἀ. εἰς ἐλάττω τόπον to be forced into... ib.366b11.
2 treat with violence, τινά Plb.16.24.5: abs., 33.9.5, cf. SIG629.20 (Delph., ii B. C.), Wilcken Chr.11A 30 (ii B. C.): metaph., κατὰ τὰς λέξεων ὁμιλίας Phld. Oec.p.59J.
II abs., use force, X.Cyr.3.1.19, Arist.Mete.364b8, al.: force its way, ib.351a6:—Act. ἀπο-βιάζω, Sch.Theoc. 6.18.
Spanish (DGE)
I tr. c. sent. de mov.
1 expulsar, echar fuera por la fuerza, de los patos πρὸς τὸ ἀποβιάζεσθαι τὸ ὑγρόν, ὅταν νέωσιν para desplazar el agua, cuando nadan Arist.IA 714a19, τὸ κωλῦον el impedimento Arist.Pr.903b5, οὐθὲν ἀποβιαζομένου τοῦ πνεύματος no interviniendo el aire en la expulsión (del residuo), Arist.GA 737b29, μηδὲ ἀποβιάζεσθαι τοὺς παρὰ τῶν ἱερέων ἐκκομιζομένους PTeb.6.44 (II d.C.), abs. ἐὰν δέ τις ἀποβιάσηται, ἀποτεισάτω ὁ ἀποβιασάμενος PPetr.3.20ue.3.6 (III d.C.)
•en v. pas. ser expulsado o hecho huir por la fuerza ἵνα μήποτε ἁθρόῳ τινὶ ἐντυχόντες ἀποβιασθῆτε a fin de que en el encuentro con una tropa compacta no seais puestos en fuga X.Cyr.4.2.24, ἐκ ... ἀσύλων ... ἀποβιάζεσθαι PTeb.5.84 (II d.C.), fig. ἐκ τοῦ κλήρου ... ἀποβεβίασται BGU 1060.18 (I d.C.).
2 esp. de vientos contrarios empujar, chocar ἀποβιαζόμενα γὰρ ἄλληλα pues en el choque de unos con otros Arist.Mete.368b10, ἀποβιαζόμενοι τε τἆλλα πνεύματα παύουσι Arist.Mete.364b8, en v. pas. ἅτερος οὖν παύσεται ἀποβιασθείς Arist.Mete.364a29, de los átomos συμπέσωσιν ἀποβιασθεῖσαι πρὸς ἀλλήλας Plu.2.721a.
II sin sent. de mov.
1 c. compl. de pers. violentar, usar la violencia contra τοὺς δ' Plb.16.24.5, πένητα LXX Pr.22.22, abs. εἰ δὲ τίς κα ἄγῃ ἢ ῥυσιάξῃ ἢ ἀποβιάξαιτο IG 92.179.20 (Delfos II a.C.), cf. X.Cyr.3.1.19, Wilcken Chr.1.11A.30 (II a.C.).
2 c. compl. de cosa forzar λυγμὸν ... ἀποβιαζόμενοι reprimiendo el hipo Plu.2.515a, ἀποβιάζει τὴν διάνοιαν τῶν ἐρώντων (el amor) violenta la razón de los que aman Sch.Theoc.6.18/191, ref. a la delimitación en parcelas, en v. pas. (γῆς) ἀποβιαζομένης ἐν συγκρίσει (terreno) pendiente de una decisión, PTeb.85.93, 95 (II d.C.).
3 intr. obrar con violencia ἀποβιαζομένου ... ὕδατος abriéndose paso el agua por la fuerza Arist.Mete.351a6, εἰ μὲν σφόδρα ἀποβιάσαιτο si se esforzase mucho (con la voz), Hp.Epid.7.5.
German (Pape)
[Seite 297] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24.
French (Bailly abrégé)
1 refouler;
2 violenter.
Étymologie: ἀπό, βιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβιάζομαι:
1 оттеснять, отбрасывать (τὸ κωλῦον Arst.; ἀθρόῳ τινὶ ἀποβιασθῆναι Xen.; ὑπὸ τοῦ πνεύματος πρὸς τὴν Ἀττικὴν ἀποβιαζόμενοι Plut.);
2 применять силу, идти или действовать напролом Xen., Arst.;
3 чинить насилия, притеснять (τινα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβιάζομαι: ἀποθ., ἐκβιάζω, ὠθῶ ὀπίσω, ἐξαναγκάζω ὀπίσω, τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, αὐτόθι 2. 8, 11. 2) ἀναγκάζω τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, βιάζω, τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: ἐξαναγκάζω, διέρχομαι διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ ἄνωθεν ἑπιόντος ὕδατος αὐτόθι 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -βιάζω ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C.
Greek Monolingual
ἀποβιάζομαι (Α)
1. σπρώχνω, ωθώ, πιέζω κάτι προς τα πίσω
2. εξαναγκάζομαι σε υποχώρηση
3. συμπεριφέρομαι με τρόπο βίαιο
4. χρησιμοποιώ βία, καταναγκασμό.
Greek Monotonic
ἀποβιάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ.,
I. απωθώ βιαία, εξαναγκάζω σε οπισθοχώρηση — Παθ., απωθούμαι βίαια, εξαναγκάζομαι σε οπισθοχώρηση, σε Ξεν.
II. απόλ., μεταχειρίζομαι βία, στον ίδ.
Middle Liddell
I. Dep. to force away:— Pass. to be forced away or back, Xen.
II. absol. to use force, Xen.