ἀλληγορέω

Revision as of 18:45, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(ἀγορεύω)
A interpret allegorically, Ἕλληνες Κρόνον ἀλληγοροῦσι τὸν χρόνον Plu.2.363d, cf. 996b, Heraclit.All. 1:—Pass., to be spoken allegorically, Ep.Gal.4.24; ἀλληγορεῖται ἁ Ἀπόλλων εἰς τὸν Ἥλιον, Sch.S.Aj.186.
2 abs., speak figuratively or speak metaphorically, Demetr.Eloc. 151,285; speak allegorically, J.AJProoem.

Spanish (DGE)

I c. suj. de pers. en gener.
1 abs. y c. ac. int. decir con doble sentido o intención ὅσα τε ἐπι τῶν γυναικῶν ἀλληγορεῖ cuantas cosas dice (Sofrón) con doble intención sobre las mujeres Demetr.Eloc.151
como propio de los poetas arcaicos expresarse con un sentido distinto del aparente (que resulta ser de índole cosmológica, teológica y moral), expresarse alegóricamente παράδοξον γὰρ οὐδέν, εἰ ποιητής τις ὢν ἀλληγορεῖ Heraclit.All.24, Καλλίμαχος δέ φησιν ὅτι ἡ Ἀφροδίτη τὸν Ἄδωνιν ἐν θριδακίνῃ κρύψειεν, ἀλληγορούντων τῶν ποιητῶν ὅτι ἀσθενεῖς εἰσι πρὸς τὰ ἀφροδίσια οἱ συνεχῶς χρώμενοι θρίδαξι Ath.69c
identificados en esto c. los filósofos arcaicos ὁ ποιητικὴν ἐπαγγελλόμενος ἐξ ἴσου τοῖς φιλοσόφοις ἠλληγόρησε Heraclit.All.24, φιλοσοφία, ἐν ᾗ τὰ περὶ θεῶν ἠλληγόρησεν Heraclit.All.61, ὅλον τε τὸ περὶ φύσεως αἰνιγματῶδες ἀλληγορεῖ de Heráclito, Heraclit.All.24
esp. de Homero al ser estudiado desde el punto de vista de una religiosidad más racionalizada πάντα γὰρ ἠσέβησεν, εἰ μηδὲν ἠλληγόρησεν (Homero) en todo fue impío, si no se expresó alegóricamente Heraclit.All.1, περὶ μέν γε τῆς Ἔριδος ... ἠλληγόρησεν Heraclit.All.29, περὶ τῆς χαλκευτικῆς τέχνης ἀ. Heraclit.All.69, ἀ. ὑπὲρ αὐτῶν Heraclit.All.41, ἐν οἷς περὶ Πρωτέως καὶ Εἰδοθέας ἀλληγορεῖ S.E.M.9.5
de Hesíodo, Origenes Cels.4.38
entre los judíos heleníst. en rel. c. el AT βίῳ, ὃν ἀλληγορῶν καλεῖ στρατόπεδον Ph.1.372, τὰ μὲν αἰνιττομένου τοῦ νομοθέτου δεξιῶς, τὰ δ' ἀλληγοροῦντος μετὰ σεμνότητος, ὅσα δ' ἐξ εὐθείας λέγεσθαι συνέφερε ταῦτα ῥητῶς ἐμφανίζοντος el legislador (de la ley mosaica) expresándose unas veces hábilmente en enigmas, otras solemnemente en alegorías, pero mostrando explícitamente cuanto convenía decir directamente I.AI 1.24
en la patrística tanto en rel. c. el AT como c. el NT ἀλληγορῶν ὁ Παῦλος Clem.Al.Paed.1.6.45, cf. Hippol.Noët.15
2 c. constr. dobles: de dos ac. o un ac. + giro adverbial dar el sentido alegórico de τὸν ... λογισμὸν Ἀθηνᾶς ἐπιφάνειναν ἠλληγόρησεν Heraclit.All.61, cf. 88, Ἕλληνες Κρόνον ἀλληγοροῦσι τὸν χρόνον ... οὕτω παρ' Αἰγυπτίοις Νεῖλον εἶναι τὸν Ὄσιριν Plu.2.363d, σάρκα ... τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀ. Clem.Al.Paed.1.6.43, νοῦν ὡς ἵππον ἠλληγόρησεν de Anacreonte, Heraclit.All.5, cf. 13, φυσικῶς ἀλληγορήσας θεὰν Ἥραν dando a la diosa Hera un sentido de fuerza natural Heraclit.All.15, pero ἀλλὰ καὶ ταῦτα φυσικὼς ἀλληγορεῖ pero también a esas cosas les da un sentido alegórico usando términos físicos Ph.1.67.
3 sólo c. ac. externo ref. al significado subyacente aludir alegóricamente a ἀλληγορεῖ γὰρ ἐνταῦθα τὰς ψυχάς de Empédocles, Plu.2.996b, τὴν ἀναγέννησιν Clem.Al.Paed.1.5.12
pas. ser aludido alegóricamente ἀλληγορουμένης ἀληθείας Heraclit.All.11.42, τὴν ἠλληγορημένην σοφίαν Heraclit.All.70.
II de una palabra o relato tener un sentido alegórico, ser una alegoría de τὸ μὲν γὰρ γραῦν ἀλληγοροῦν ἀντὶ τοῦ ἀσθενῆ pues la (palabra) «vieja» está usada alegóricamente por un (estado) débil Demetr.Eloc.285, en la exégesis de Homero, Biblia, etc., ἡ δεκάλογος ἀλληγοροῦσα τὰ θεῖα τῶν λόγων μυστήρια Hippol.Haer.8.14, cf. Origenes Io.20.10
med.-pas. estar formulado alegóricamente, ser alegórico de palabras, mitos o historias de base religiosa: c. gen. o c. giro prep. περὶ μὲν τῶν Ἥρας δεσμῶν, ἐν οἷς ἡ τάξις ἠλληγόρηται τῶν τεττάρων στοιχείων Heraclit.All.23, πᾶς γὰρ ὁ μῦθος ἠλληγόρηται περὶ τῶν ἐπ' ἀρχαῖς τεττάρων στοιχείων Heraclit.All.41, τὰ περὶ θεῶν ἠλληγορημένα Heraclit.All.6, λόγιον ... ἐπὶ ψυχῆς ἀ. Ph.2.435, ἀλληγορεῖται ὁ Ἀπόλλων εἰς τὸν ἥλιον Sch.S.Ai.186
abs. ἐὰν ἐπιδείξωμεν ἠλληγορημένον τὸν μῦθον Heraclit.All.22, τὴν Ὀδυσσέως πλάνην ... ἠλληγορημένην εὑρήσει Heraclit.All.70, ἅτινά ἐστιν ἀλληγορούμενα (las historias de Agar y Sara) Ep.Gal.4.24, τὰ πλεῖστα τῆς νομοθεσίας ἀ. Ph.2.46, 198
c. pred. ὄφις ἀλληγορεῖται ἡδονή Clem.Al.Prot.11.111, cf. Strom.5.1.12
c. dat. πᾶν δὲ τὸ παροιμιαζόμενον οὐ ταὐτόν ἐστι τῇ δυνάμει ἀλλὰ ἄλλῃ μὲν ῥήσει διηγεῖται, ἄλλῃ δυνάμει ἀλληγορεῖται Epiph.Const.Haer.64.65 (p.506).
III c. suj. de pers., del exégeta entender alegóricamente, interpretar alegóricamente acompañado de φημί o un verb. tr. πέντε Σαλπαὰδ θυγατέρες, ἃς ἀλληγοροῦντες αἰσθήσεις εἶναί φαμεν Ph.1.468, cf. 324, 588, εὕρομεν ... ἀλληγοροῦντες Ph.1.304
de Orígenes como principal alegorista de la escuela alejandrina πάσας ἀλληγορῆσαι τὰς γραφὰς ἐγχειρίσας Eust.Ant.Engast.21
sólo c. ac. φυσικῶν ἀνδρῶν ... τὰ περὶ τὸν τόπον ἀλληγορούντων Ph.2.15, αἰτιᾶται τοὺς ... ἀλληγοροῦντας αὐτὴν (Celso) acusa a los que la interpretan alegóricamente (la historia de Moisés), Origenes Cels.1.17, cf. Io.10.28, Tat.Orat.21, Hippol.Haer.4.46 (p.68.19).

German (Pape)

[Seite 102] anders sprechen, als man meint, in Bildern sprechen, bildlich bezeichnen und erklären, Ath. II, 69 c; Plut. u. N.T.

French (Bailly abrégé)

ἀλληγορῶ :
parler par allégorie;
NT: parler par figure.
Étymologie: ἄλλος, ἀγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλληγορέω: выражаться иносказательно Plut.: ἀ. γένεσιν Ἡφαίστου τὴν εἰς πῦρ ἀέρος μεταβολήν Plut. аллегорически представлять переход воздуха в огонь как рождение Гефеста; ἀλληγορούμενα NT = ἀλληγορία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληγορέω: (ἀγορεύω) ὁμιλῶ οὕτως ὥστε νὰ ὑπονοῶ ἄλλο τι παρ’ ὅ,τι λέγω, ἑρμηνεύω ἀλληγορικῶς, παριστάνω ἀλληγορικῶς, Ἕλληνες Κρόνον ἀλληγοροῦσι τὸν χρόνον, Πλούτ. 2, 363D. πρβλ. 996Β: - Παθ., ἐκτίθεταί τι ἀλληγορικῶς, γίνεται λόγος περί τινος ἀλληγορικῶς, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. δ΄, 24· ἀλληγορεῖται ὁ Ἀπόλλων εἰς τὸν Ἥλιον, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 186.

English (Strong)

from ἄλλος and agoreo (to harangue (compare ἀγορά)); to allegorize: be an allegory (the Greek word itself).

English (Thayer)

(ῶ: (present passive participle ἀλληγοροὺμενος); i. e., ἄλλο μέν ἀγορεύω, ἄλλο δέ νοέω, " aliud verbis, aliud sensu ostendo (Quintilian instt. 8,6, 44), to speak allegorically or in a figure: Philo, Josephus, Plutarch, and grammatical writers; (cf. Meyer on Galatians, the passage cited).)

Greek Monotonic

ἀλληγορέω: μέλ. -ήσω (ἄλλος, ἀγορεύω), μιλώ με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται πως υπονοώ κάτι άλλο από αυτό που λέω, ερμηνεύω αλληγορικά, σε Πλούτ. — Παθ., λέγομαι αλληγορικά, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἄλλος, ἀγορεύω
to speak so as to imply something other than what is said, to interpret allegorically, Plut.:—Pass. to be spoken allegorically, NTest.

Chinese

原文音譯:¢llhgoršw 阿而誒哥雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:變更-買
字義溯源:用比喻,說比方,比方;由(ἄλλος)*=別的)與(ἀγοραῖος)X*=大聲疾呼的演說)組成;比較(ἀγορά)=市區廣場),而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X=聚集*)
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 比方(1) 加4:24