ὄλυνθος
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
v. ὄλονθος.
German (Pape)
[Seite 328] ὁ, eine Feige, die den Winter über hinter dem Blatte nachwächst und selten reif wird; Hes. frg. 14; Her. 1, 193; Theophr. u. Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
figue tardive ou qui ne mûrit pas, fruit.
Étymologie: cf. ὄλονθος.
Par. ἰσχάς, ἰσχάδιον, σῦκον, φήληξ, φιβάλεως.
Russian (Dvoretsky)
ὄλυνθος: ὁ зимняя (обычно не вызревающая) фига Hes., Her., NT.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλυνθος: ὁ, σῦκον ὅπερ ἐκφύεται κατὰ τὸν χειμῶνα ὑπὸ τὰ φύλλα, ἀλλ’ ὡς τὸ πρώϊμον σῦκον τοῦ ἔαρος σπανίως ὡριμάζει, Λατ. grossus, Ἡσ. Ἀποσπ. 14, Ἡρόδ. 1. 193, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 8 ὄλ. οἱ χειμερινοὶ Ἱππ. 574. 23, κτλ. (Συνεχῶς φέρεται ὄλονθος ἐν τῷ Ἑνετ. Κώδ. τοῦ Ἀθην.).
English (Strong)
of uncertain derivation; an unripe (because out of season) fig: untimely fig.
English (Thayer)
ὀλυνθου, ὁ, an unripe fig (Latin grossus), which grows during the winter, yet does not come to maturity but fails off in the spring (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Fig): Hesiod from 14; Herodotus 1,193; Dioscorid. 1,185; Theophrastus, caus. plant. 5,9, 12; the Sept. Song of Solomon 2:13.)
Greek Monolingual
ὄλυνθος, ὁ (Α)
1. εδώδιμος καρπός της άγριας συκιάς
2. άγουρο σύκο το οποίο εκφύεται κάτω από τα φύλλα κατά τη διάρκεια του χειμώνα
3. ορνιός, ερινεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὄλυνθος, όπως και ο παράλληλος τ. ὄλονθος, πρέπει να είναι τεχνικοί όροι του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος με επίθημα -νθος (πρβλ. Ζάκυνθος) και σημ. παράλληλη με εκείνην του ἐρινεός. Οι τ. ὄλυνθος / ὄλονθος εμφανίζονται και στα σύνθ. μηλολόνθη και οδόλυνθος].
Greek Monotonic
ὄλυνθος: ὁ, σύκο που βγαίνει το χειμώνα και το οποίο σπανίως ωριμάζει, πρόωρο σύκο, Λατ. grossus, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: wild, verdant fig (Hes. Fr. 160, 1, Hdt. 1, 193, Hp., Thphr., LXX).
Other forms: Also ὄλονθος.
Compounds: As 1 member in ὀλυνθο- (ὀλονθο-)φόρος 'bearing ὄλ.' (pap.) with -έω (Thphr.).
Derivatives: ὀλύνθ-η f. wild fig tree, ἐρινεός (Paus.). -άζω to caprificate, ἐρινάζω (Thphr.; cf. Strömberg Theophrastea 169).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical Pre-Greek word with νθ-suffix. Note bolunda ὄλυνθος (Corp. Gloss Lat. 2, 517, 40), s. Alessio Studi etr. 18, 138 f. -- Cf. μηλολόνθη, ὁδόλυνθος. As -ονθ- is very rare, the second ο will be due to assimilation; Furnée 358 compares ῎ ῎Ολομπος. As o was not a phoneme in Pre-Greek, ὄλυνθος will continues αλ-, with a > o before u. The Latin b- points to orig. F.
Middle Liddell
ὄλυνθος, ὁ,
a winter-fig which seldom ripens, an untimely fig, Lat. grossus, Hdt. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ὄλυνθος: {ólunthos}
Forms: auch ὄλονθος
Grammar: m.
Meaning: wilde, unreife Feige (Hes. Fr. 160, 1, Hdt. 1, 193, Hp., Thphr., LXX u.a.).
Composita : Als Vorderglied in ὀλυνθο- (ὀλονθο-)φόρος ’ὄλ. tragend’ (Pap. u. a.) mit -έω (Thphr.).
Derivative: Davon ὀλύνθη f. wilder Feigenbaum, ἐρινεός (Paus.). -άζω kaprifizieren, ἐρινάζω (Thphr.; vgl. Strömberg Theophrastea 169).
Etymology : Technisches Mittelmeerwort mit νθ-Suffix; vergebliche Erklärungsversuche von v. Windekens Le Pélasgique 63f., Deroy Glotta 35, 177ff. (zu ὄλυρα usw.). Zu beachten bolunda· ὄλυνθος (Corp. Gloss Lat. 2, 517, 40), s. Alessio Studi etr. 18, 138 f. — Vgl. μηλολόνθη, ὁδόλυνθος.
Page 2,384
Chinese
原文音譯:Ôlunqoj 哦淋拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:完全 鬆脫
字義溯源:未成熟的無花果^,未熟的果子,夏末無花果
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 未熟的果子(1) 啓6:13