κινητικός

From LSJ
Revision as of 07:35, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητικός Medium diacritics: κινητικός Low diacritics: κινητικός Capitals: ΚΙΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kinētikós Transliteration B: kinētikos Transliteration C: kinitikos Beta Code: kinhtiko/s

English (LSJ)

κινητική, κινητικόν,
A of or for putting in motion, μόρια Arist.Pol.1290b31; νεῦρα motor nerves, Gal.8.208; κ. βηχέων Hp.Aph.5.24; ἱδρώτων Dsc.5.112; οὔρων Xenocr. ap. Orib.2.58.50; ἐξ ἑαυτοῦ μόνον κ. spontaneous, Epicur.Nat.28.7: Sup. κινητικώτατος Arist.Mete.365b30. Adv. κινητικῶς Procl. in Alc.p.52 C.
2 metaph., urging on, exciting, λόγος κ. πρὸς ἀρετήν Aristo Stoic.1.88; τὸ κινητικώτατον τῶν ὄχλων Phld.Rh.1.198 S., D.H.Isoc.13: abs., stimulating, X.Oec.10.12; τὸ μέλος κ. φύσει Phld.Mus.p.71 K.; τὸ μήτε ὁρμῆς μήτε ἀφορμῆς κινητικὸν [ἀδιάφορον] Stoic.3.28, cf. 40, al.
3 turbulent, seditious, Plb.1.9.3, D.S.19.14, etc.
II (from Pass.) movable, mobile, Pl.Ti.58d, Arist.HA590a33, GA775a7 (Comp.), Plu.2.945f, 952e.

German (Pape)

[Seite 1440] zum Bewegen gehörig, geschickt, in Bewegung setzend; ὁποῖον κινητικωτάτων ἂν εἴη τῶν σωμάτων, was am meisten die Körper in Bewegung setzt, Arist. Meteorl. 2, 8; H. A. 4, 4; Folgde; – aufrührerisch, Pol. 1, 9, 3, neben στασιώδης, vgl. 13, 1, 3; D. Sic. 19, 14; – beweglich, zur Bewegung geneigt, von der Wärme, im Gegensatz von στάσιμος, Plut. de prim. frig. 1; vgl. ib. 17 ὡς βραδεῖα καὶ στάσιμος, im Gegensatz von ὀξύῤῥοπος καὶ κινητικός. – Bei den Stoikern sind τὰ κινητικά begehrungswerte Dinge.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui meut, qui agite ; fig. qui excite : πρὸς ἀρετήν PLUT à la vertu;
2 mobile, qui se meut.
Étymologie: κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινητικός -ή -όν [κινέω] die/dat in beweging zet, ook met gen.: βηχέων κινητικά hik veroorzakend Hp. Aph. 5.24. beweegbaar:. κινητικὸν αὐτό τε καθ’ αὑτό dat uit zichzelf kan bewegen Plat. Tim. 58d.

Russian (Dvoretsky)

κῑνητικός:
1 приводящий в движение, движущий Xen., Arst., Plut.;
2 возбуждающий, поощряющий (πρὸς ἀρετήν Plut.);
3 возмущающий, сеющий смуту Polyb.;
4 движущийся, подвижный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κινεῖν, ἑλκυστικός, Ξεν. Οἰκ. 10, 12, κτλ.· κ. τινος Ἱππ. Ἀφ. 1254, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 16· ἐν τῷ Ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 3· τὰ κ. μόρια, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4. 8. 2) μεταφορ., προτρεπτικός, λόγος κινητικὸς πρὸς ἀρετὴν Πλούτ. 2. 776C· τὸ κ. τῶν ὄχλων, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διον. Ἁλ.· τὰ κινητικά, Στωϊκὸς ὅρος περὶ τῶν ἀξίων ἐπιθυμίας πραγμάτων. 3) ταραχώδης, στασιαστικός, Πολύβ. 1. 9, 3., 13. 3, 1, Διόδ., κλ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), ὃν δύναταί τις νὰ κινήσῃ, Πλούτ. 2. 945F, 952E.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ
κινητικός, -ή, -όν)
ο ικανός να κινεί κάτι ή να προσδίδει κίνηση σε κάτι (α. «κινητικά νεύρα», Γαλ.
β. «τῶν κινητικῶν μορίων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην κίνηση
2. αυτός που κινείται
3. το θηλ. ως ουσ. η κινητική
κλάδος της κλασικής μηχανικής ο οποίος μελετά την επίδραση τών δυνάμεων και τών ροπών στην κίνηση ενός υλικού σώματος
4. φρ. α) φυσ. «κινητικὴ ενέργεια» — η ενέργεια την οποία έχει ένα σώμα ή ένα στοιχειώδες σωματίδιο λόγω της κίνησης του
β) «κινητική τέχνη» — μορφή της σύγχρονης τέχνης που προέρχεται από την αφαίρεση και βασίζεται στον μεταβλητό χαρακτήρα του έργου και στην κίνησή του, φαινομενική ή πραγματική
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κινητικό(ν)
(ενν. φάρμακον)
το καθαρτικό, το φάρμακο που προκαλεί κένωση του εντέρου
μσν.-αρχ.
1. προτρεπτικόςλόγος κινητικὸς πρὸς άρετήν», Αρίστων.)
2. αυτός που μπορεί να κινηθεί ή να μετακινηθεί, ο κινητός («τὸ μὲν οὖν ὑγρόν... κινητικὸν αὐτό τε καθ' αὑτό», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί έκκριση («ἡ ῥίζα αὐτῆς... κινητική χολῆς δέδοται», Διοσκ.)
2. αυτός που προκαλεί ταραχές, ο στασιαστής
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (στους Στωικούς) τὰ κινητικά
τα πράγματα που αξίζει να τά επιθυμήσει κάποιος
4. φρ. «ὁ ἐξ ἑαυτοῦ μόνον κινητικός» — αυτός που κινείται από μόνος του, ο αυτοκίνητος (Επίκ.).
επίρρ...
κινητικῶς (Α)
με κινητικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητής ή κινητός (< κινῶ)].

Greek Monotonic

κῑνητικός: -ή, -όν (κινέω), επιτήδειος στο να κινεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

κῑνητικός, ή, όν κινέω
of or for putting in motion, Xen.