περισπασμός
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ὁ,
A wheeling round, Plb. 10.23.3,12.18.3.
II distracting circumstances, distraction, Metrod. Herc.831.7, Plb.3.87.9(pl.), Phld.Mus.p.98K., Plu.2.831f (pl.); ἐν περισπασμοῖς εἶναι Plb.4.32.5, etc.; οἱ τῆς πόλεως π. καὶ φόβοι D.S.12.38; περισπασμοὶ καὶ πιθανότητες Chrysipp.Stoic.3.77: rarely in sg., θυμοῦ περισπασμός LXX Ec.2.23, cf. Arr.Epict.3.22.71.
III circumflex accent, D.H.Comp.11, A.D.Pron.34.24.
German (Pape)
[Seite 591] ὁ, 1) das Herumziehen, Wegziehen, anderweitige Beschäftigung, Pol. 3, 87, 9 u. öfter; auch ἐν περισπασμοῖς εἶναι, 4, 32, 5; daher das Abziehen wovon, Zerstreuung, in der Kriegssprache Diversion, Pol. 10, 21, 3 (vgl. das Verbum). – 2) der Circumflex, Gramm., S. Emp. adv. gramm. 109.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 conversion à droite ou à gauche t. de tact.
2 fig. tiraillement, embarras des affaires, affaire gênante.
Étymologie: περισπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισπασμός -οῦ, ὁ [περισπάω] het wenden, het omkeren (van troepen).
Russian (Dvoretsky)
περισπασμός: ὁ
1 отвлечение (τινος ἐπὶ τὰ βελτίω Plut.);
2 хлопоты, занятие, дело (φροντίδες καὶ περισπασμοί Plut.; ἐν περισπασμοῖς εἶναι Polyb.);
3 воен. отвод войск, диверсия Polyb.;
4 грам. облеченное ударение, циркумфлекс Sext.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ περισπώ
1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση της προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο
2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια του βίου («οικογενειακοί περισπασμοί»)
αρχ.
1. (για στρατ. κινήσεις) η στροφή ενός παρατεταγμένου τμήματος γύρω από τη μία πτέρυγά του κατά δύο τέταρτα του κύκλου ώστε να ελέγχεται ο πίσω από το τμήμα χώρος («κατ' οὐλαμὸν δ' ἐπιστροφή και περισπασμός», Πολ.)
2. ο τόνος περισπωμένη, ο τονισμός συλλαβής με περισπωμένη («τὸ ὤμοι οὐκέτι τοῦ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν», Απολλ. Δύσκ.).
Greek Monotonic
περισπασμός: ὁ, απόσπαση προσοχής, αφηρημάδα, αντιπερισπασμός, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
περισπασμός: ὁ, (περισπάω) ἐπὶ στρατιωτικῶν κινήσεων, «περισπασμός, ἡ ἐκ δυοῖν ἐπιστροφῶν τοῦ τάγματος κίνησις, ὥστε μεταλαμβάνειν τὸν ὀπίσω τόπον» Αἰλιαν. Τακτ. 22· πρὸς ταῖς ἐπιστροφαῖς δύνασθαι καὶ τοῖς περισπασμοῖς εὐχρηστεῖν Πολύβ. 12. 18, 3. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπασχόλησις τῆς προσοχῆς οὐχὶ εἰς τὰ συνήθη ἀλλ’ εἰς ἄλλα πράγματα, Πολύβ. 3. 87, 9· φροντίδας καὶ περισπασμοὺς Πλούτ. 2. 831F· ἐν περισπασμοῖς εἶμαι ὁ αὐτ. 4. 32, 5, κτλ.· ἴδε Wessel. εἰς Διόδ. 12. 38. ΙΙΙ. ὁ τόνος περισπωμένη, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, «τὸ ὤμοι οὐκέτι τοῦ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν» Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 302C.
Middle Liddell
περισπασμός, οῦ, ὁ,
distraction, Polyb. [from περισπάω