ὑποθήκη
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
ἡ, (ὑποτίθημι)
A suggestion, counsel, warning, Hdt.1.156,206, al.; ποιέειν τὰς Κροίσου ὑποθήκας ib.211; ὑποθήκαις διακονεῖν Antipho 1.17; κατὰ τὴν Βίαντος ὑποθήκην Arist.Rh.1389b23, cf. 1368a2 (pl.); applied to didactic poems, such as Hesiod's, Isoc.2.3,43, Phld.Po.5.27, Hierocl. in CA Praef.p.417M.; instructions, Cic.Att.2.17.3; ὑποθήκη ἄνευ νόμων Ruf. ap.Orib.inc.20.19; οὐ κατ' ἰατρικάς ἐστιν ὑποθήκας = is not a matter for medical advice, Sor.1.126; ὑποθήκας διδόναι Gal.6.307; ποιήσασθαι ib.405.
II pledge, deposit, mortgage, D.34.50, Arist.Oec.1348b21, Supp.Epigr.1.366.39 (Samos, iii B. C.), PCair.Zen.504.4 (iii B. C.), PEnteux.15.4 (iii B. C.), etc.; συγγραφὴ ὑποθήκης PRein.18.11 (ii B. C.); ἐπὶ ὑποθήκαις = upon securities given, SIG742.39, cf. 51 (Ephesus, i B. C.), al.; ὑποθῆκαι ἔγγαιοι = mortgages on land, Test.Epict.5.6; also ἐν ὑποθήκῃ = on deposit, PGrenf.2.17.3 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1217] ἡ, 1) Unterlage, Untersatz. – Gew. übertr., das unter den Fuß, an die Hand Geben, Warnung, Rat, Lehre; so nannten die Alten die Lehrgegedichte des Hesiodos; ὑποθήκας ὡς χρὴ ζῇν Isocr. 2, 4. 43 u. sonst; ἐπ οίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας Her. 1, 211; κατὰ τὰς τοῦ Μεσσηνίου ὑποθήκας 6, 52, vgl. 5, 92, 6. 8, 58; Antiph. 1, 17. – 2) Unterpfand, Verpfändung, τοῖς δανεισταῖς οὐ παρασχόντα τὰς ὑποθήκας Dem. 34, 50.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 principe, règle de conduite, précepte;
2 gage, hypothèque.
Étymologie: ὑποτίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθήκη: ἡ
1 наставление, назидание, совет (αἱ Ἡσιόδου καὶ Θεόγνιδος ὑποθῆκαι Isocr.): ἐποίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας Her. он последовал советам Креза;
2 заклад, залог: τοῖς δανεισταῖς τὰς ὑποθήκας παρέχειν Dem. вносить заимодавцам залог; ὑποθήκης γενομένης τῆς τιμῆς τινος Arst. при внесении залога в размере стоимости чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθήκη: ἡ, (ὑποτίθημι) = ὑπόθεσις. Ι. παραίνεσις, συμβουλή, διδασκαλία, Ἡρόδ. 1. 156., 206, κ. ἀλλ.· ποιέειν τινὸς ὑποθήκας αὐτόθι 211· ὑποθήκαις διακονεῖν Ἀντιφῶν 113. 19· κατὰ τὴν Βίαντος ὑπ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 4, πρβλ. 1. 9, 36· - οἱ παλαιοὶ ἐκάλουν τὰ διδακτικὰ ποιήματα, οἷα τὰ τοῦ Ἡσ., ὑποθήκας, πρβλ. Ἰσοκρ. 15Β, 23C. ΙΙ. ὑποθήκη, ὡς καὶ νῦν, πρὸς ἀσφάλειαν τοῦ δανείζοντος, τοῖς δανεισταῖς οὐ παρασχόντα τὰς ὑποθήκας Δημ. 922, 5· παρέξουσι τοῖς δανείσασι τὴν ὑποθήκην ἀνέπαφον κρατεῖν, ἕως ἂν κλπ. ὁ αὐτ. 926, 20, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 17, 1.
Greek Monolingual
η / ὑποθήκη, ΝΜΑ ὑποτίθημι
1. δικαίωμα του δανειστή σε ακίνητα συνήθως περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, παραχωρούμενο ως εγγύηση εξοφλήσεως (α. «έβαλε υποθήκη το σπίτι του» β. «συγγραφαι δανείων ἐφ' ὑποθήκη κατοικικαῖς ἀρούραις», πάπ.)
2. μτφ. συμβουλή, παραίνεση, ηθική προσταγή (α. «οι ρήσεις τών αρχαίων συγγραφέων αποτελούν την πολυτιμότερη υποθήκη του έθνους μας» β. «τῆς τούτου μητρός... ὑποθήκαις... διακονοῦσαν», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ξένο ακίνητο, για την εξασφάλιση προνομιακής ικανοποίησης μιας απαίτησης από το εκπλειστηρίασμα του ακινήτου
2. φρ. α) «ναυτική υποθήκη» — βλ. ναυτικός
β) «βιβλίο υποθηκών και κατασχέσεων» — βιβλίο που τηρείται στα λιμεναρχεία και στο οποίο εγγράφονται οι υποθήκες και κατασχέσεις πλοίων, το υποθηκολόγιο
αρχ.
1. (για την διδασκαλία του Ιησού Χριστού) δίδαγμα
2. στον πληθ. αἱ ὑποθῆκαι
ποιήματα με διδακτικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. ήταν αυτά του Ησιόδου
3. φρ. α) «ὑποθῆκαι ἔγγαιοι» — υποθήκες εκτάσεων γης
β) «ἐν ὑποθήκῃ» — ως ενέχυρο.
Greek Monotonic
ὑποθήκη: ἡ (ὑποτίθημι),
I. υπόδειξη, πρόταση, συμβουλή, προειδοποίηση, νουθεσία, σε Ηρόδ., Αριστ.
II. ενέχυρο, ασφάλεια, υποθήκη, συμβόλαιο, εχέγγυο, σε Δημ.
Middle Liddell
ὑποθήκη, ἡ, ὑποτίθημι
I. a suggestion, counsel, warning, piece of advice, Hdt., Arist.
II. a pledge, a mortgage, Dem.
English (Woodhouse)
mortgage, something a mortgaged, something mortgaged, something pledged
Mantoulidis Etymological
(=συμβουλή, ἐγγύηση). Ἀπό τό ὑποτίθημι → ὑπό + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
suggestion
Albanian: sugjerim, propozim; Arabic: اِقْتِرَاح, مُقْتَرَح; Armenian: առաջարկություն; Azerbaijani: təklif; Basque: iradokizun; Belarusian: прапанова; Bulgarian: предложение; Burmese: အကြံပေးချက်; Catalan: suggeriment; Chinese Mandarin: 建議, 建议, 提議, 提议, 提案; Czech: návrh; Danish: forslag; Dutch: voorstel; Esperanto: sugesto; Estonian: ettepanek; Finnish: ehdotus; French: suggestion, proposition; Galician: suxestión; Georgian: წინადადება; German: Vorschlag; Greek: πρόταση; Hindi: सुझाव, प्रस्ताव; Hungarian: javaslat; Italian: suggestione, suggerimento, proposta; Japanese: 提案; Kazakh: ұсыныс; Khmer: ការឲ្យយោបល់, យោបល់; Korean: 제안(提案); Kurdish Northern Kurdish: pêşniyar, pêşniyaz, teklîf; Kyrgyz: сунуш; Lao: ຂໍ້ສະເໜີ; Latin: suggestio; Macedonian: предлог; Malay: cadangan; Malayalam: നിർദ്ദേശം; Mongolian Cyrillic: төлөвлөгөө; Mongolian: ᠲᠥᠯᠦᠪᠯᠡᠭᠡ; Northern Sami: evttohus; Norwegian Bokmål: forslag; Nynorsk: forslag; Persian: پیشنهاد; Plautdietsch: Väaschlach; Polish: propozycja, sugestia; Portuguese: sugestão, proposta; Romanian: sugestionare, sugestie, propunere; Russian: предложение; Serbo-Croatian Cyrillic: предлог, приједлог; Roman: prédlog, prijédlog; Slovak: návrh; Slovene: predlog; Spanish: sugerencia, propuesta; Swedish: förslag; Tajik: пешниҳод, таклиф; Thai: ข้อเสนอ, ข้อเสนอแนะ; Turkish: öneri, teklif; Turkmen: teklip; Ukrainian: пропозиція; Uyghur: تەكلىپ; Uzbek: taklif, taqdim; Vietnamese: sự gợi ý; Yiddish: פֿאָרשלאָג
mortgage
Albanian: hipotekë; Arabic: رَهْن, رَهْن عَقَارِيّ; Egyptian Arabic: رهن; Armenian: հիպոթեկ; Asturian: hipoteca; Azerbaijani: ipoteka; Basque: hipoteka; Belarusian: іпатэка; Bulgarian: ипотека; Catalan: hipoteca; Chinese Mandarin: 抵押, 抵押貸款, 抵押贷款, 按揭, 房貸, 房贷; Cornish: marwostel; Czech: hypotéka; Danish: pant; Dutch: hypotheek; Esperanto: hipoteko; Finnish: asuntolaina, kiinnelaina; French: hypothèque; Friulian: ipoteche; Galician: hipoteca; Georgian: იპოთეკა, გირაო; German: Hypothek; Greek: υποθήκη; Ancient Greek: ὑποθήκη; Hebrew: משכנתא; Hindi: गिरो, रेहन; Hungarian: jelzálog, jelzálogkölcsön, jelzáloghitel; Ido: hipoteko; Indonesian: hipotek; Interlingua: hypotheca; Irish: morgáiste; Italian: ipoteca; Japanese: 抵当, 抵当権, 住宅ローン; Kazakh: ипотека; Khmer: និក្ខេប; Kyrgyz: ипотека; Latin: pignus, hypotheca; Latvian: hipotēka; Lithuanian: ipoteka; Lower Sorbian: hypoteka; Luxembourgish: Hypothéik; Malay: gadai janji; Malayalam: പണയം; Maltese: ipoteka; Manx: gioaldeeaght; Maori: mōkete; Mirandese: heipoteca; Mongolian: моргейж; Norman: hypothèque; Norwegian: hypotek; Occitan: emprecairada, empenhoradura; Persian: رهن; Polish: hipoteka; Portuguese: hipoteca; Romanian: ipotecă; Romansch: ipoteca; Russian: ипотека; Scottish Gaelic: morgaidse; Serbo-Croatian Latin: hipoteka; Cyrillic: хипотека; Slovak: hypotéka; Slovene: hipoteka, zastavitev; Spanish: hipoteca; Swahili: rehani; Swedish: hypotek; Tajik: гаравпулӣ; Tatar: ипотека; Thai: จำนอง; Turkish: ipotek, rehin, tutu; Ukrainian: іпотека; Upper Sorbian: hypoteka; Uzbek: ipoteka; Vietnamese: quyền cầm cố; Welsh: morgais