διακόσμησις

From LSJ
Revision as of 11:23, 21 April 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακόσμησις Medium diacritics: διακόσμησις Low diacritics: διακόσμησις Capitals: ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΙΣ
Transliteration A: diakósmēsis Transliteration B: diakosmēsis Transliteration C: diakosmisis Beta Code: diako/smhsis

English (LSJ)

(hyperdor. διακόσμασις Ocell.1.8), διακοσμήσεως, ἡ,
A setting in order, regulation, ἡ περί τι δ. Pl.Smp. 209a; τῶν νόμων Id.Lg.853a; θρίαμβου Plb.2.31.6, cf. Phld.Oec.p.35J., Corn.ND17, al.; τοῦ πόλου OGI56.46 (iii B.C.).
2 the orderly arrangement of the Universe, especially in the Pythagorean system, Arist.Metaph.986a6, Plu.Per.4, D.S.12.20, S.E.M.9.27, Porph.Antr.6, etc.
3 Stoic t. t., of the new order after ἐκπύρωσις, Zeno Stoic.1.28, etc.
4 order, class of beings, Procl.Inst.144, Dam.Pr.301, al.

Spanish (DGE)

διακοσμήσεως, ἡ
• Alolema(s): hiperdor. διακόσμασις Aesar.49
I fil. y deriv.
1 disposición, ordenación cosmológica, Heraclit.B 65, Corn.ND 17 bis
entre los estoicos reordenación, nuevo orden tras la ἐκπύρωσις Zeno Stoic.1.28, Ph.2.489, Plu.2.389c
en aspectos concr. c. εἰς y ac. εἰς πνεύματα ... τροπῆς αὐτοῦ καὶ διακοσμήσεως Plu.2.389a, δ. εἰς ἦθος cambio de carácter Plu.2.563e, abs. Pl.Ti.24c, Plu.2.620a.
2 ordenación, regulación, organización, disposición c. gen. τῶν νόμων Pl.Lg.853a, τοῦ σώματος Arist.GA 740a8, τοῦ πόλου del eje del universo, OGI 56.46 (III a.C.), D.C.45.1.4, τῶν ... ἄστρων D.S.1.1, τούτων (τῶν οὐρανίων) I.AI 1.69, τοῦ ἀλόγου τῆς ψυχῆς Plu.2.444d, τᾶς ψυχᾶς Aesar.l.c., τῶν αἰσθητῶν Simp.in Cael.558.8, λέγεται ... κόσμος ἡ τῶν ὅλων τάξις τε καὶ δ. Arist.Mu.391b11, τῶν συμπάντων Ach.Tat.Intr.Arat.5
c. prep. περὶ τὰ τῶν πόλεών τε καὶ οἰκήσεων Pl.Smp.209a, περὶ τὴν γῆν Papias 4, περὶ δεῖπνα Plu.Comp.Lyc.Num.4, ὑπὸ τὸν οἰκονομικόν Phld.Oec.11.1, abs., D.S.2.30, D.Chr.30.30, Luc.Icar.5, Hippol.Haer.7.29.22, Ath.Al.Gent.38, Simp.in Ph.157.5, esp. entre los pitagóricos, Arist.Metaph.986a5, D.S.12.20, Plu.Per.4, Ocell.10, S.E.M.9.27, Porph.Antr.6
en aspectos concr. organización de un ejército, D.S.17.87, D.H.4.18, Plu.Eum.15.
3 exposición ordenada ἀληθείας Tat.Orat.27.
II orden, clase, categoría de los seres, Procl.Inst.144, Dam.in Prm.301
coro de los ángeles, Gr.Nyss.Hom.in Cant.182.11.
III adorno, ornamentación, gala τὰ ἐπιτήδεια πρὸς διακόσμησιν lo necesario para la decoración LXX 2Ma.2.29, τοῦ θριάμβου Plb.2.31.6.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ σύνταξις Tim. 24 c; πόλεων καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.

French (Bailly abrégé)

διακοσμήσεως (ἡ) :
1 ordonnance, arrangement;
2 abs. ordonnance de l'univers.
Étymologie: διακοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακόσμησις διακοσμήσεως, ἡ [διακοσμέω] ordening, inrichting:. διακοσμήσεως ἀρχήν het principe van kosmische ordening Plut. Per. 4.6.

Russian (Dvoretsky)

διακόσμησις: διακοσμήσεως ἡ
1 приведение в порядок, упорядочение, устроение (πόλεων καὶ οἰκήσεων Plat.; τοῦ σώματος Arst.): διακοσμήσεις περί τι Plut. меры по приведению в порядок чего-л.;
2 порядок, благоустройство (ἡ τῶν ὅλων τάξις καὶ δ. Arst.).

Greek Monolingual

η (Α διακόσμησις, -εως) διακοσμώ
1. εξωραϊσμός, στολισμός
2. τακτοποίηση, διευθέτηση, διαρρύθμιση
3. ο διάκοσμος
αρχ.
(στους Πυθαγορείους και στους Νεοπλατωνικούς) η αρμονική και έρρυθμη διάταξη του σύμπαντος.

Greek Monotonic

διακόσμησις: διακοσμήσεως, ἡ, τακτοποίηση, διαρρύθμιση, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διακόσμησις: διακοσμήσεως, ἡ, ἡ τακτοποίησις, κατάταξις, διαρρύθμισις, οἰκήσεων Πλάτ. Συμπ. 209Α· τῶν νόμων ὁ αὐτ. Νόμ. 853Α· - ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει ὡς φιλοσοφ. ὅρος παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις καὶ ἄλλοις περὶ τῆς ἐρρύθμου καὶ ἁρμονικῆς διατάξεως τοῦ σύμπαντος, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 13, Πλούτ. Περικλ. 4, Διόδ. 12, 20· πρβλ. ὡσαύτως χρησμοσύνη.

Translations

decoration

Bulgarian: украсяване; Catalan: decoració; Chinese Mandarin: 裝飾/装饰; Czech: výzdoba, ozdoba; Danish: dekoration, udsmykning; Dutch: versieren, decoratie; Finnish: koristelu; French: décoration; German: Dekorieren, Verschönern; Greek: διακόσμηση; Ancient Greek: διακόσμασις, διακόσμησις, κόσμησις, ἐγκαλλώπισμα, ἐκκόσμησις; Hindi: अलंकार; Hungarian: díszítés, ékítés, dekoráció; Irish: oirnéaladh, maisiú; Italian: decorazione; Japanese: 装飾; Macedonian: красење, украсување; Malayalam: അലങ്കാരം; Norwegian Bokmål: dekorasjon, utsmykking; Nynorsk: dekorasjon, utsmykking; Occitan: decoracion; Polish: dekoracja, ozdoba; Portuguese: decoração; Romanian: decorare, împodobire, înfrumusețare; Russian: украшение; Spanish: decoración; Swedish: dekoration, dekorering; Turkish: dekorasyon, süsleme