καταπορνεύω

From LSJ
Revision as of 09:23, 17 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", μαυλίζω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω" to "; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπορνεύω Medium diacritics: καταπορνεύω Low diacritics: καταπορνεύω Capitals: ΚΑΤΑΠΟΡΝΕΥΩ
Transliteration A: kataporneúō Transliteration B: kataporneuō Transliteration C: kataporneyo Beta Code: kataporneu/w

English (LSJ)

A prostitute, τὰ θήλεα τέκνα Hdt.1.94, 196:—Pass., Str.11.14.16.
II violate, treat as prostitutes, Plu.2.821d, Ael.VH 9.8:—Pass., prob. in POxy.1241 iii 11.
III squander on courtesans, D.C.45.28.

German (Pape)

[Seite 1372] verhuren; schänden, zur Hure machen, τὰ θήλεα τέκνα Her. 1, 94. 196; Strab. XI, 532 im pass.; Sp., wie Ael. V. H. 9, 8; mit Hurerei durchbringen, πάντα κατακεκύβευκε καὶ καταπεπόρνευκε D, Cass. 45, 28.

French (Bailly abrégé)

1 livrer à la prostitution, acc.;
2 traiter comme des prostituées ou des courtisanes, violer.
Étymologie: κατά, πορνεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πορνεύω prostitueren:. τὰ θήλεα τέκνα καταπορνεύουσι de vrouwelijke kinderen prostitueren ze Hdt. 1.94.1.

Russian (Dvoretsky)

καταπορνεύω:
1 предавать разврату (τὰ θήλεα τέκνα Her.);
2 насиловать, обесчещивать (τοὺς Διονυσίου παῖδας καὶ τὴν γυναῖκα Plut.).

Greek Monolingual

καταπορνεύω (Α)
1. εκδίδω σε πορνεία, προαγωγεύω, οδηγώ στην πορνεία, εκπορνεύω
2. βιάζω γυναίκα, τήν μεταχειρίζομαι ως πόρνη
3. σπαταλώ σε πόρνες
4. παθ. καταπορνεύομαι
γίνομαι πόρνη, οδηγούμαι στην πορνεία
5. μτφ. προκαλώ, γαργαλίζω, ερεθίζω τις αισθήσεις.

Greek Monotonic

καταπορνεύω: μέλ. -σω, εκπορνεύω, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπορνεύω: κάμνω πόρνην, ὁδηγῶ εἰς ἀτιμίαν, τὰ θήλεα τέκνα Ἡρόδ. 1. 94, πρβλ. 196.― Παθ., γίνομαι πόρνη, θυγατέρας καταπορνευθείσας πολὺν χρόνον παρὰ τῇ θεῷ μετὰ ταῦτα δίδοσθαι πρὸς γάμον Στράβ. 532. ΙΙ. «βιάζω», ἀτιμάζω, ὡς πόρνην μεταχειρίζομαι, καταπορνεύσαντες τὴν γυναῖκα ἀνεῖλον Πλούτ. 2. 821D, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8. ΙΙΙ. σπαταλῶ εἰς πόρνας, πάντα κατακεκύβευκε καὶ καταπεπόρνευκε Δίων Κ. 45. 28· μεταφ., κ. τὴν γεῦσιν, διαφθείρειν, Γρηγ. Ναζ.

Middle Liddell

fut. σω
to prostitute, Hdt.

Translations

(make one a) prostitute

Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba