ἐξισχύω
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
[ῡ],
A have strength enough, be able, ὥστε ποιεῖν Str.17.1.3: c. inf. only, LXX Si.7.6, Ep.Eph.3.18, J.BJ1.23.2; ἐξίσχυσεν τὰ βιβλείδια ἀθετηθῆναι procured the rejection of the petition, POxy.1120.7 (iii A. D.): abs., prevail, Str.16.1.15, Jul.Or.5.160c; ἐξισχῦσαι καὶ κρατῆσαι τῶν πολλῶν Plu.2.801e.
II c. gen., τὸ δαιμόνιον παίδων ἐξισχῦον fate prevailing over the children, Ael.VH6.13, cf. Steph.in Hp.1.71D.
III Med., of flames, gather force, Theophrastus Ign.71.
German (Pape)
[Seite 883] sehr stark, kräftig, wirksam sein, Sp.; ἡ ἐπιμέλεια ἐξίσχυσεν ὥστε τοσαύτην ποτισθῆναι χώραν Strab. XVII, 788, war so wirksam, daß; N.T.; – seine Kraft an Etwas zeigen, auslassen, τὸ δαιμόνιον ἐκτρῖβον τοὺς τυράννους, πίτυος δίκην, ἢ παίδων ἐξισχῦον, es zeigt seine Gewalt noch an den Kindern, indem es sie vertilgt, Ael. V. H. 6, 13
French (Bailly abrégé)
1 être assez fort pour, être en mesure de, pouvoir, inf.;
2 exercer sa force sur, gén..
Étymologie: ἐξ, ἰσχύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξισχύω: (ῡ)
1 быть достаточно сильным Plut.;
2 быть в состоянии (καταλαβέσθαι τι NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξισχύω: ῡ: μέλλ. -ύσω, ἔχω ἱκανὴν ἰσχύν, ἔχω τὴν δύναμιν νά, ὥστε ποιεῖν Στράβων 788· μετ’ ἀπαρ. μόνον, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 18. ΙΙ. κατὰ σπανίαν χρῆσιν, ἢ παρὰ χρῆμα ἐκτρῖβον (τὸ δαιμόνιον) τοὺς τυράννους... ἢ παίδων ἐξισχῦον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 13· «ὁ μὲν νοῦς πρόδηλος, ἢ παραυτίκα τοὺς τυράννους ἐξολοθρεῦον πρὶν ἢ πατέρας γενέσθαι ἢ γενομένων τοὺς παῖδας ἀπολλύον», κτλ., Κοραῆς· πρβλ. Πλούτ. 2. 801Ε.
English (Strong)
from ἐκ and ἰσχύω; to have full strength, i.e. be entirely competent: be able.
English (Thayer)
1st aorist subjunctive 2nd person plural ἐξισχύσητε, to be eminently able, to have full strength (cf. ἐκ, VI:6) followed by an infinitive Dioscor., Strabo, Plutarch.)
Greek Monolingual
ἐξισχύω (AM)
είμαι πολύ δυνατός («οὐδόλως ἐξισχύσωμεν τὸ θήραμα θηρᾱσαι», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. εξουσιάζω, επικρατώ
2. έχω στην εξουσία μου, καταδυναστεύω («τὸ δαιμόνιον παίδων ἐξισχύον»)
3. μέσ. (για φλόγα) δυναμώνω («τὸ πολὺ πῡρ ἄκαπνον, ὅτι φλογοῦται καὶ ἐξισχύεται», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
ἐξισχύω: [ῡ], μέλ. -ύσω, έχω επαρκή δύναμη, έχω την ικανότητα, δύναμη να κάνω, με απαρ., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. ύσω
to have strength enough, to be quite able to do, c. inf., NTest.
Chinese
原文音譯:™xiscÚw 誒克士-衣士虛哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)出去-強而有力
字義溯源:很有力量,能夠,能以,夠剛強;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἰσχύω)=有力)組成;而 (ἰσχύω)出自(ἰσχύς)=力量), (ἰσχύς)出自(ἶρις)X*=力)。參讀 (δύναμαι)同義字
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 你們能以(1) 弗3:18