Σκίρων

From LSJ
Revision as of 07:28, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκῑ́ρων Medium diacritics: Σκίρων Low diacritics: Σκίρων Capitals: ΣΚΙΡΩΝ
Transliteration A: Skírōn Transliteration B: Skirōn Transliteration C: Skiron Beta Code: *ski/rwn

English (LSJ)

[ῑ], ωνος, ὁ, Attic name for the wind
A which blew from the Scironian rocks in the Isthmus of Corinth, Arist.Vent.973b19 (written Σκίρρων), Thphr. Vent.62, Str.1.2.20, 9.1.4, CIG518 (i B.C.); but it is a north-west wind, like Ἀργέστης, in Arist.Mete.363b25.
II a mythical robber who haunted the rocks between Attica and Megara, killed by Theseus, X.Mem.2.1.14, Pl.Tht.169a, etc.; Σκίρωνος ἀκτή or ἀκταί the coast near these rocks, S.Fr.24.6, E.Hipp.1208; the adjacent sea was Σκιρωνικὸν οἶδμα θαλάσσης, Simon.114.3; the rocks themselves Σκιρωνίδες πέτραι, E.Hipp.979, Heracl.860, Str.1.2.20, 9.1.4; without πέτραι, Plb.16.16.4; written Σκιρρωνίδες in Arist.Vent. l.c.; Σκιρωνὶς ὁδός the road from Athens to Megara, Hdt.8.71. (Σκίρων is thus written on vases, Kretschmer Griech. Vaseninschr.p.133; Σκειρ- (codd. Simon., etc.) and Σκιρρ- are misspellings.)

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
brigand myth.
Étymologie: DELG σκιρός ?

Russian (Dvoretsky)

Σκίρων: ωνος (ῑ) ὁ v.l. = Σκείρων.
ωνος (ῑ) ὁ скирон
1 ветер, дующий от Скиронских скал на Коринфском перешейке Arst.;
2 = Ἀργέστης Arst.

Greek (Liddell-Scott)

Σκίρων: [ῑ], -ωνος, ὁ, Ἀττ. ὄνομα τοῦ ἀνέμου τοῦ πνέοντος ἀπὸ τών Σκιρωνίδων πετρῶν τῶν κατὰ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 238, Στράβ. 28, 391· ἀλλὰ σημαίνει τὸν βορειοδυσμικὸν ἄνεμον, ὡς τὸ ἀργέστης, ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 8· - ὁ τύπος Σκίρων βεβαιοῦται ἐξ Ἀττικ. ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 518), πρβλ. σκῖρος καὶ ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 860. ΙΙ. μυθολογούμενος τις ληστὴς συχνάζων εἰς τοὺς βράχους τοὺς μεταξὺ τῆς Ἀττικῆς καὶ Μεγάρων, ὃν ὁ Θησεὺς ἐφόνευσε, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 14, Πλάτ., κλπ· Σκείρωνος ἀκτὴ ἢ ἀκταί, ὁ παρὰ τοὺς βράχους τούτους αἰγιαλός, Σοφ. Ἀποσπ. 19, Εὐρ. Ἱππ. 1208· ἡ πλησίον θάλασσα καλεῖται Σκιρωνικόν οἶδμα θαλάσσης Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 7. 496· αὐτοὶ δὲ οἱ βράχοι Σκιρωνίδες πέτραι, Εὐρ. Ἱππ. 970, Ἡρακλ. 860, Στράβ. 391· ἄνευ τοῦ πέτραι, Πολυβ. 16. 16, 4· φέρεται Σκιρρωνίδες παρ’ Ἀριστ.· Σκιρωνίς ὁδός, ἡ ἀπ’ Ἀθηνῶν εἰς Μέγαρα, Ἡροδ. 8. 71.

Greek Monolingual

-ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α
1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τους ανάγκαζε να του πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τους έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα καταβρόχθιζε τα πτώματά τους, ληστής τον οποίο, τελικά, φόνευσε με τον ίδιο τρόπο ο Θησέας
2. (ως προσηγορ.) ο σκίρων
α) βορειοδυτικός άνεμος που ονομάστηκε έτσι γιατί πνέει από τις Σκιρωνίδες πέτρες, κν. μαΐστρος
β) (κατ' επέκτ.) ένα από τα οκτώ σημεία του ορίζοντα που βρίσκεται μεταξύ βορρά και δύσης
αρχ.
φρ. «Σκίρωνος ἀκτὴ [ή ἀκταί]» — ο γιαλός που βρίσκεται κοντά στις Σκιρωνίδες πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκῖρος].

Greek Monotonic

Σκίρων: [ῑ], -ωνος, ὁ,
I. βορειοδυτικός άνεμος που έπνεε από τις Σκιρωνίδες Πέτρες στον Ισθμό της Κορίνθου, σε Στράβ.
II. κατά τη μυθολογία, ληστής που σύχναζε στους βράχους μεταξύ Αττικής και Μεγάρων, (φονεύθηκε από τον Θησέα), σε Ξεν.· Σκίρωνος ἀκτή, ακτή κοντά σ' αυτούς τους βράχους, σε Ευρ.· η παρακείμενη θάλασσα ήταν το Σκιρωνικὸν οἶδμα θαλάσσης του Σιμων., σε Ανθ.· οι βράχοι καθαυτοί ονομάζονταν Σκιρωνίδες πέτραι, σε Ευρ.· Σκιρωνὶς ὁδός, δρόμος που οδηγούσε από την Αθήνα στα Μέγαρα, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a mythical brigand posted in the rocks bwtween Athens and Megara (Att.); also name of a wind from there (Arist., Thphr.), whence the Σκιρυνίδες πέτραι; also PN (Beshtel, H. Personennamen 577).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.

Middle Liddell

Σκῑ́ρων, ωνος, ὁ,
I. the wind which blew from the Scironian rocks in the Isthmus, Strab.
II. a robber who haunted the rocks between Attica and Megara, killed by Theseus, Xen.; Σκείρωνος ἀκταί the coast near these rocks, Eur.; the adjacent sea was Σκιρωνικὸν, οἶδμα θαλάσσης Simon. in Anth.; the rocks themselves Σκιρωνίδες πέτραι Eur.; Σκιρωνὶς ὁδός the road from Athens to Megara, Hdt.