πρωϊνός
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
[ῐ], ή, όν, later form of πρώϊος (for wh. it is f.l. in Thphr. CP3.24.2), PCair.Zen.207.36 (iii B.C.), LXX Ge.49.27, Ex.29.41, al.; ἐδωδή Plu.2.726f, cf. Ath.1.11c; ἔργα Babr.124.17. Adv. πρωϊνῶς interpol. in Suid. s.v. πρώϊμος.
German (Pape)
[Seite 803] sp. Form von πρώϊος; Ath. I, 11 e; Babr. 124, 17; vgl. Lob. Phryn. 52.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du matin, matinal.
Étymologie: πρωΐ.
English (Strong)
from πρωΐ; pertaining to the dawn, i.e. matutinal: morning.
English (Thayer)
(WH πρωϊνός (see their Appendix, p. 152), Tdf. edition 7 προϊνός (cf. Iota)) (for the older πρώιος, see ὀρθρινός; the same term. in the Latin serotinus, diutinus), πρωινή, πρωινόν (πρωι<), pertaining to the morning: ὁ ἀστήρ ὁ πρωϊνός, ἀστήρ); ὀρθρινός). (The Sept.; Babrius, Plutarch, Ath., others.)
Greek Monolingual
-ή, -ό / πρωινός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωία ή αυτός που γίνεται κατά την πρωία (α. «πρωινός περίπατος» β. «κατὰ τὴν θυσίαν τὴν πρωϊνήν», ΠΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται κατά το χρονικό διάστημα από τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες μέχρι το μεσημέρι («γύρισε την τρίτη πρωινή ώρα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που συνηθίζει να σηκώνεται από το κρεβάτι, να ξυπνά νωρίς («πώς και τόσο πρωινός σήμερα;»)
3. το θηλ. ως ουσ. η πρωινή
(κυρίως στην ποίηση) η πρωία («επήγα τόσες πρωινές / στο μαύρο της το μνήμα», Βιζυην.)
4. το ουδ. ως ουσ. το πρωινό
α) το πρωί
β) ένδυμα που φοριέται το πρωί
γ) το πρόγευμα
5. φρ. «πρωινή δόξα» — κοινή ονομασία φυτού.
επίρρ...
πρωϊνῶς Α
κατά την πρωία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + κατάλ. -ινός (πρβλ. εωθινός, περυσινός)].
Greek Monotonic
πρωϊνός: [ῐ], -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του πρώϊος, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
πρωϊνός: (ῐ) утренний (ἐδωδή Plut.; ἀστήρ NT).
Chinese
原文音譯:prw?nÒj 普羅衣挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:以前
字義溯源:晨,清晨;源自(πρωΐ)=破曉),而 (πρωΐ)出自(πρό)*=前)。參讀 (ὀρθρινός)同義字
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 晨(1) 啓2:28