κόρθυς
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
υος, ἡ, lengthened form of κόρυς, heap, Anon. ap. Suid. s.v. κορθύεται, Hsch.; in Theoc.10.46, κόρθυος ἁ τομά the swathe of mowncorn.
German (Pape)
[Seite 1486] υος, ἡ (vgl. κόρυς), von Hesych. σωρός erkl.; nur Theocr. 10, 46, ἐς βορέην ἄνεμον τᾶς κόρθυος ἁ τομὰ βλεπέτω, von den reihenweise nach der Seite des Schnittes hinliegenden Haufen der abgemähten Aehren.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
tas de blé coupé, meule.
Étymologie: DELG étym. peu sûre, malgré skr. śárdha « troupe », got. hairda « troupeau ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
κόρθῠς: υος ἡ куча, груда: τᾶς κόρθυος ἁ τομά Theocr. ряд сжатых колосьев.
Greek Monolingual
κόρθυς, -υος, ἡ (Α)
σωρός, δεμάτι, κυρίως θερισμένου σταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη βαθμίδα kordhu- της ΙΕ ρίζας kerdho- «αγέλη, σειρά» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. sardhas «κοπάδι», το γοτθ. hairda «κοπάδι», το γαλατ. cordd «κοπάδι, οικογένεια». Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
ΠΑΡ. αρχ. κορθύνω, κορθύω.
Greek Monotonic
κόρθῠς: -υος, ἡ, επιτετ. τύπος του κόρυς· στον Θεόκρ., κόρθυος ἁ τομά, δεμάτιο θερισμένου σιταριού.
Greek (Liddell-Scott)
κόρθῠς: ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κόρυς, σωρός, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, δεμάτιον θερισμένου σίτου.
Frisk Etymological English
-υος
Grammatical information: f.
Meaning: heap, of grain?, sheaf? (Theoc. 10, 46: κόρθυος ἁ τομά; cf. H.: κόρθυας τὰ κατ' ὀλίγον δράγματα), heap, σωρός (EM 530, 3), of sand, ἄμμου κόρθυς (Anon. ap. Suid. s. κορθύεται).
Derivatives: κορθύομαι (κῦμα, resp. ὕδωρ Ι 7, A. R. 2, 322) form a heap (a sheaf?), rise; κορθύνω (Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes. Th. 853). Aor. κορθῦσαι (εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn. Is. 150) raise high.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [579] *ḱerdh-, skerdh- herd
Etymology: "Offenbar mit κόρθις, κορθίλαι nahe verwandt." Frisk (for which I see no reason). Connected with Skt. śárdha- m., śárdhas- n. band, troop, Germ., e. g. Goth. haírda herd, MWelsh cordd f. troop, band, family a. o. (IE. *ḱordho-, -ā, *ḱerdhos-, -ā, prop. *"heap"?). Further connection with κορέννυμι (Osthoff Etym. parerga 1, 8ff.; Pok. 579, also W.-Hofmann s. creō) is quite hypothetic.
Middle Liddell
κόρθῠς, υος, ἡ, [lengthd. form of κόρυς
in Theocr., κόρθυος ἁ τομά the swathe of mown corn.
Frisk Etymology German
κόρθυς: -υος
{kórthus}
Grammar: f.
Meaning: Getreidehaufe, Garbe (Theok. 10, 46: κόρθυος ἁ τομά; vgl. H.: κόρθυας· τὰ κατ’ ὀλίγον δράγματα), Haufe, σωρός (EM 530, 3), vom Sand, ἄμμου κόρθυς (Anon. ap. Suid. s. κορθύεται).
Derivative: Davon κορθύομαι (κῦμα, bzw. ὕδωρ Ι 7, A. R. 2, 322) ‘einen Haufen (eine Garbe?) bilden, sich erheben’; κορθύνω (Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes. Th. 853). Aor. κορθῦσαι (εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn. Is. 150) einen Haufen errichten, in die Höhe heben.
Etymology: Offenbar mit κόρθις, κορθίλαι nahe verwandt. Anknüpfung an aind. śárdha- m., śárdhas- n. Schar, Truppe, germ., z. B. got. haírda Herde, mkymr. cordd f. Truppe, Schar, Familie u. a. m. (idg. *ḱordho-, -ā, *ḱerdhos-, -ā, eig. *"Haufen"?) liegt nahe; die weitere Verbindung mit der Sippe von κορέννυμι (Osthoff Etym. parerga 1, 8ff.; s. WP. 1, 424f., Pok. 579, auch W.-Hofmann s. creō) ist ganz hypothetisch.
Page 1,921-922