πωρόω
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
(πῶρος)
A petrify, λίθος πεπωρωμένος Ael.NA10.13.
II cause a stone to form or cause a callus to form:—Pass., of a stone forming in the bladder, Hp.Aër.9.
2 unite fractured bones by a callus, Id.Fract.47 (Pass.), Dsc.1.70,84:—Pass., become hard, Arist.Aud.802b8, Thphr. HP 4.15.2; become thickened, become coagulated, Hp.Steril. 222.
III in Pass., become insensible, of the flesh, ὑπὸ τῆς πεπωρωμένης ἐκ τοῦ στέατος σαρκός Nymphis 16: metaph., become insensible, become obtuse, or become blind, of the heart, Ev.Marc.6.52, 8.17, Ep.Rom.11.7; πεπώρωνται γὰρ ἀπὸ ὀργῆς οἱ ὀφθαλμοί μου LXX Jb.17.7.
German (Pape)
[Seite 828] blind machen, wie πηρόω, zw. versteinern, verhärten, bes. harte Geschwulst, Knochenverhärtung verursachen, Medic. Auch durch einen Knochengallert, callus, gebrochene Knochen wieder verbinden, heilen, Medic. – Übertr., verhärten, gefühllos machen, σαρκὸς ἐκ τοῦ στέατος πεπωρωμένης, Ath. XII, 540; auch geistig, N.T. u. LXX.
French (Bailly abrégé)
πωρῶ :
rendre calleux, durcir.
Étymologie: πῶρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πωρόω [πῶρος] hard maken; overdr.. ἐπώρωσεν αὐτῶν τὴν καρδίαν hun hart heeft hij versteend NT Io. 12.40. pass. overdr. hard worden, ongevoelig worden:; ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη hun hart was ongevoelig NT Marc. 6.52; geneesk. nierstenen vormen; Hp. Aër. 9; aangroeien (van botten). ἡ χείρ... εἰ πωρωθείη als het bot van de (gebroken) hand weer aangroeit Hp. Fract. 47.
Russian (Dvoretsky)
πωρόω: делать каменным, перен. ожесточать (τὴν καρδίαν αὐτῶν NT); pass. каменеть, твердеть (τὸ κέρας πεπωρωμένον Arst.); перен. ожесточаться (ἡ καρδία πεπωρωμένη NT).
Greek (Liddell-Scott)
πωρόω: μέλλ. -ώσω, (πῶρος) λιθοποιῶ, ἀπολιθώνω, σκληρύνω, εἰς λίθον μεταβάλλω, Πισίδης παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. Παθ., πωροῦμαι, γίνομαι πῶρος, μεταβάλλομαι εἰς πώρινον λίθον ἐν τῇ κύστει, ἐπὶ τοῦ πινομένου ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286. 2) ἑνώνω ὀστοῦν κατεαγὸς διὰ τῆς πωρώδους ὕλης (πρβλ. πῶρος 5), Ἱππ. π. Ἀγμ. 779, Διοσκ. 1. 89, 112 (111). Παθ., σκληρύνομαι, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 38, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., σκληρύνομαι, γίνομαι ἀναίσθητος, πωροῦμαι, ἐπὶ τῆς καρδίας, Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ς΄, 52, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ια΄, 7· καὶ (ὅταν ὁ λόγος περὶ ὀφθαλμῶν) ἀποτυφλοῦμαι, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΖ΄, 7).
English (Strong)
apparently from poros (a kind of stone); to petrify, i.e. (figuratively) to indurate (render stupid or callous): blind, harden.
English (Thayer)
πώρω: 1st aorist ἐπωρωσα (T Tr WH); perfect πεπώρωκα; perfect passive participle πεπωρωμενος; 1st aorist passive ἐπωρωθην; (πῶρος, hard skin, a hardening, induration); to cover with a thick skin, to harden by covering with a callus (R. V. everywhere simply to harden): metaphorically, καρδίαν, to make the heart dull, to grow hard or callous, become dull, lose the power of understanding: τά νοήματα, ἡ καρδία, Mark, p. 78f; on Romans, ii., p. 451f. (Hippocrates (430 B.C.>), Aristotle, others.))
Greek Monotonic
πωρόω: μέλ. -ώσω, απολιθώνω, μετατρέπω σε πέτρα· μεταφ. στην Παθ., γίνομαι σκληρός όπως η πέτρα, γίνομαι αναίσθητος, λέγεται για την καρδιά, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
πωρόω, fut. -ώσω [from πῶρος
to petrify, turn into stone: metaph. in Pass. to become hardened, of the heart, NTest.
Chinese
原文音譯:pwrÒw 坡羅哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:硬結
字義溯源:使堅硬,剛硬,變為固執,愚頑,頑梗不化,瞎眼,(皮膚)結繭;源自(456X*=石)
出現次數:總共(5);可(2);約(1);羅(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 愚頑(2) 可6:52; 可8:17;
2) 使⋯硬了(1) 約12:40;
3) 便頑梗不化(1) 羅11:7;
4) 剛硬(1) 林後3:14
Translations
petrify
Asturian: petrificar; Bulgarian: вкаменявам; Catalan: petrificar; Danish: forstene; Dutch: verstenen; Finnish: kivettää; French: pétrifier; Galician: petrificar; German: versteinern; Greek: απολιθώνω; Ancient Greek: πωρόω; Italian: pietrificare; Japanese: 石化する; Portuguese: petrificar; Romanian: petrifica; Russian: превращать в камень; Spanish: petrificar