διακελεύομαι
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
A exhort, give orders, direct, δ. τινὶ εἶναι, ποιεῖν, etc., Hdt.1.36, Lys.25.28, etc.; οὐ τοῦτό σοι διεκελευόμην, c. inf., Pl.Euthphr.6d; so δ. ὅπως… Id.R.549e; also δ. τινί τι (sc. ποιεῖν) Id.Sph.218a, etc.: abs., Id.Tht.148e, etc.
2 encourage one another, Hdt.1.1, 3.77; freq. with ἀλλήλοις added, cheer one another on, X.An.4.8.3; δ. ἑαυτῷ Id.Cyr.1.4.13; δ. τοῖς θέουσι Pl. Phd.61a.
3 admonish, inform, τινὶ περί τινος Isoc.9.78.—The Act. only in Suid.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. v. act. POxy.2919.7 (III d.C.), Sud.]
1 exhortar vehementemente, requerir c. ac. οὐ τοῦτό σοι διεκελευόμην yo no exhortaba a eso Pl.Euthphr.6d, διακελευσαμένου τοῦτο τοῦ ... Ἀδριανοῦ βασιλέως Ath.574f, c. inf. ἀνθάπτεσθαι τῶν πραγμάτων Th.8.97, σπουδάσαι ... περὶ τὸν αὑτοῦ λόγον Pl.Tht.168d, τῶν ... πόλεων ... ἀπέχεσθαι Plb.18.47.1, τὴν ἡσυχίαν ἔχειν Plu.2.1047c, cf. Sull.2.453b, ἀνέχεσθαι τὰς περιωδυνίας D.H.20.5, μηδένα παριέναι D.H.4.4, λῃστὰς ... διακελεύσασθαι τὰς κόρας ἁρπάσαι D.S.4.27, cf. 13.2, διακελεῦσαι καταταγῆναί με POxy.l.c., c. inf. y dat. de pers. o personif. τοῖσι ἰοῦσι εἶναι ὡς προθυμοτάτοισι Hdt.1.36, διακελευσάμενος ἑαυτῷ τολμᾶν X.Cyr.1.4.13, τῷ ὑμετέρῳ πλήθει ... ἐμμένειν Lys.25.28, cf. D.17.12, τοσοῦτον ὑμῖν ἔτι διακελεύομαι μνημονεύειν Isoc.18.45, αἷς (κοιναῖς ὁμολογίαις) ἐγὼ διακελεύομαι, ... πείθεσθαι D.17.30, τοῖς ... ἡγεμόσιν κτείνειν ... τοὺς ἐντυγχάνοντας τῶν Ῥωμαίων Plb.8.30.4, σοι ... ἀντέχεσθαι Anaximen.Rh.1421a16, cf. D.S.2.16, 4.51, 13.71, I.AI 19.285, c. el inf. impl. οὐτ' ἄλλου ἀκοῦσαι λέγοντος οὕτως ὡς σὺ διακελεύῃ Pl.Tht.148e, σοι διακελεύομαι περὶ τῶν αὐτῶν Isoc.9.78, c. dat. e interr. indir. τοῖς μαθηταῖς τίνων ἀφεκτέον Clearch.78
•c. ὅπως y fut., Pl.R.549e, Anaximen.Rh.1421a28.
2 dar ánimos sólo c. dat. de pers. τοῖς θέουσι Pl.Phd.61a, ἀλλήλοις X.An.4.8.3, Paus.6.23.8, Philostr.VA 1.15, ἑαυτοῖς Plu.2.549b
•abs. darse ánimos (φασί) τοὺς Φοίνικας διακελευσαμένους ὁρμῆσαι ἐπ' αὐτάς Hdt.1.1.
German (Pape)
[Seite 581] (s. κελεύω), dep. med., zureden, ermuntern, τινὶ ποιεῖν τι, Her. 1, 36 u. öfter; τοῖς θέουσι, d. i. antreiben, Plat. Phaed. 61 a; Xen. An. 3, 4, 45; τινὶ περί τινος, Isocr. 9, 78; oft ohne Casus, Thuc. 8, 97; Plat. u. Folgde; c. inf., Plat. Theaet. 168 d; sich gegenseitig ermuntern, Her. 1, 1. 3, 77, wie ἀλλήλοις Xen. An. 4, 8, 3; – διακελευστέον, Plat. Legg. I, 631 d.
French (Bailly abrégé)
1 recommander, prescrire, ordonner : τί τινι qch à qqn ; τινι ποιεῖν τι HDT à qqn de faire qch;
2 donner un avis : τινι περί τινος ISOCR avertir qqn de qch;
3 s'exhorter ou s'encourager mutuellement : δ. ἀλλήλοις XÉN, abs. δ. HDT s'encourager les uns les autres ; δ. ἑαυτῷ XÉN s'exhorter ou s'encourager soi-même, avec l'inf..
Étymologie: διά, κελεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κελεύομαι aansporen, bevel geven, met dat. en inf.:; δ. τοῖσι ἰοῦσι εἶναι ὡς προθυμοτάτοισι opdracht geven aan de mannen die gingen om hun uiterste best te doen Hdt. 1.36.3; met inf.:; δ. ἀνθάπτεσθαι τῶν πραγμάτων aansporen de zaken krachtig aan te pakken Thuc. 8.97.3; met ὅπως + fut.: διακελεύονται ὅπως... τιμωρήσεται zij dringen erop aan dat hij zal straffen Plat. Resp. 549e. waarschuwen:. σοι διακλεύομαι περὶ τῶν αὐτῶν ik waarschuw u over dezelfde zaken Isocr. 9.78.
Russian (Dvoretsky)
διακελεύομαι:
1 увещевать, убеждать, побуждать (τινι ποιεῖν τι Her., Plat., Arst., Plut., Diod.; τινί τι Soph. и τινι περί τινος Isocr.);
2 подбодрять, поощрять (криками) (τινι Xen., Plat.): δ. ἀλλήλοις Xen. подбодрять друг друга; διακελευσάμενοι Her. подав друг другу знак, по взаимному уговору.
Greek Monolingual
διακελεύομαι (AM) (Μ και διακελεύω)
1. προτρέπω, παρακινώ, δίνω διαταγή
2. πληροφορώ, συμβουλεύω
αρχ.
(σε αλληλοπάθεια) εμψυχώνω αμοιβαία, ενθαρρύνω αμοιβαία.
Greek Monotonic
διακελεύομαι: αποθ.:
1. παρακινώ, δίνω διαταγές, εντολές, οδηγώ, κατευθύνω, δ. τινι ποιεῖν τι κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινί τι (ενν. ποιεῖν), σε Πλάτ.· δ. τινι μόνο, στον ίδ.
2. ενθαρρύνούμε, εμψυχώνουμε ο ένας τον άλλο, σε Ηρόδ.· δ. ἀλλήλοις, σε Ξεν.· δ. ἑαυτῷ, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
διακελεύομαι: ἀποθ., παρακινῶ, προτρέπω, δίδω διαταγάς, διευθύνω, ὁδηγῶ, δ. τινι εἶναι, ποιεῖν, κτλ., Ἡρόδ. 1. 36, Λυσ. 174, 17, κτλ.· δ. τινι τοῦτο, ποιεῖν τι Πλάτ. Εὐθύφρ. 6D· οὕτω, δ. ὅπως... ὁ αὐτ. Πολ. 549Ε· ὡσαύτως, δ. τινί τι (ἐνν. ποιεῖν) ὁ αὐτ. Σοφ. 218Α, κτλ.· δ. τινι, μόνον, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 61Α· ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 148Ε, κτλ.· 2) παραθαρρύνω ἀμοιβαίως, Ἡρόδ. 1. 1., 3. 77· συχνάκις μετὰ τοῦ ἀλλήλοις, παραθαρρύνομεν ὁ εἷς τὸν ἄλλον, ἐμψυχώνομεν, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3· ἐντεῦθεν καί, δ. ἑαυτῷ ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 13. 3) συμβουλεύω, πληροφορῶ, τινι περί τινος Ἰσοκρ. 206Ε. ― Τὸ ἐνεργ. μόνον παρὰ Σουΐδ.
Middle Liddell
1. Dep. to exhort, give orders, direct, δ. τινι ποιεῖν τι etc., Hdt., etc.; also, δ. τινί τι (sc. ποιεῖν), Plat.; δ. τινι alone, Plat.
2. to encourage one another, Hdt.; δ. ἀλλήλοις Xen.; δ. ἑαυτῷ Xen.
Lexicon Thucydideum
hortari, to encourage, exhort, 8.97.3, [Vat. Vatican manuscript διακελεύονται]