κατεργάζεσθαι
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also κατεργάζομαι): accomplish, crush, execute, reduce, subdue, bring into subjection, put down
Lexicon Thucydideum
conficere, exsequi, to finish, accomplish, 1.17.2, 4.65.4, 7.21.2, [vulgo commonly κατεργάσεσθαι]. 8.53.3,
profligare, devincere, to crush completely, conquer, 4.85.2, 6.11.1, 6.33.1, 6.86.3.
Translations
accomplish
Arabic: أَدَّى; Belarusian: дасягаць, дасягнуць; Bulgarian: осъществявам; Danish: fuldende; Dutch: volbrengen; Finnish: suorittaa, toteuttaa, saada tehdyksi, saattaa päätökseen, saada aikaan; French: accomplir; Galician: conseguir; German: vollenden vollziehen, ausführen; Greek: επιτυγχάνω; Ancient Greek: ἀναπίμπλημι, ἀνύτειν, ἀνύτομαι, ἀνύτω, ἁνύτω, ἀνύω, ἁνύω, ἄνω, ἀποτελέω, διανύτω, διανύω, διαπονέω, διαπράσσειν, διαπράσσω, διαπράττω, διαπρήσσω, διατελέω, διεκτελέω, δράω, ἐκπεραίνειν, ἐκπίμπλημι, ἐκπονοῦμαι, ἐκπράσσειν, ἐκτάσσω, ἐκτάττω, ἐκφέρω, ἐμπίμπλημι, ἐμπίπλημι, ἐξαιρέω, ἐξανύτειν, ἐξανύτομαι, ἐξανύτω, ἐξανύω, ἐξεργάζεσθαι, ἐξεργάζομαι, ἐξικνέομαι, ἐξικνοῦμαι, ἐπανύω, ἐπεξέρχεσθαι, ἐπεξέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπικραιαίνω, ἐπικραίνειν, ἐπικραίνω, ἐπιτελεῖν, ἐπιτελέω, ἐργάζεσθαι, ἐργάζομαι, κατανύτειν, κατανύω, καταπράσσω, καταπράττω, κατεργάζεσθαι, κατορθόω, κραίνειν, κραίνω, ξυντελέω, παραναγκάζω, πειραίνω, περαίνειν, περαίνω, περατόω, περάω, πράσσειν, πράσσω, πράττω, πρήσσω, ῥέδδω, ῥέζω, συγκαθαιρέω, συντελέω, τελεῖν, τελειόω, τελευτᾶν, τελευτάω, τελέω, τέλλω, τολυπεύω; Hebrew: לבצע; Hittite: 𒀸𒊭𒉡𒊻𒍣; Italian: compiere, realizzare; Kabuverdianu: alkansa, alkansá; Latin: patro, perpetro, perago; Maori: whakatutuki; Norwegian Bokmål: fullbyrde, fullende, effektuere; Old English: fremman; Old Saxon: fremmian, frummian, gifrummian; Polish: dokonywać, dokonać; Portuguese: conseguir; Russian: совершать, совершить, выполнять, выполнить, достигать, достигнуть, достичь, завершать, завершить, доводить до конца, довести до конца; Sanskrit: साध्नोति; Serbo-Croatian Cyrillic: постићи, ѝспунити; Roman: pòstići, ìspuniti; Spanish: efectuar, realizar, lograr; Swedish: fullborda