κακοπραγία

From LSJ
Revision as of 17:26, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπρᾱγία Medium diacritics: κακοπραγία Low diacritics: κακοπραγία Capitals: ΚΑΚΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: kakopragía Transliteration B: kakopragia Transliteration C: kakopragia Beta Code: kakopragi/a

English (LSJ)

ἡ,
A misadventure, failure, αἱ κατ' οἶκον κ. Th.2.60; ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. Id.8.2; κ. γίγνεται Arist.Pol.1296a17; ἡ τοῦ πέλας κ. Corn.Rh.p.393 H.: pl., κ. ἀνάξιαι Arist. Rh.1386b10, cf.Plb.8.12.8, Phld.Herc.1251.11, Artem.4.56, etc.
b bad physical condition, Gal.10.255.
II ill-doing, LXX Wi.5.24, J.AJ2.4.4: pl., misdeeds, Isoc.15.300.

German (Pape)

[Seite 1302] ἡ, Unglück in Unternehmungen, übh. Unglück; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Thuc. 2, 60; αἱ ἐν τῷ ζῆν κ. Arist. pol. 4, 11; Sp. – Schlechtigkeit, neben πανουργία, Artemid. 4, 63.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais succès, malheur.
Étymologie: κακοπραγέω.

Greek Monolingual

η (AM κακοπραγία) κακοπραγώ
το να κάνει κανείς κακό, κακή πράξη («ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ)
μσν.
κακή πρόθεση («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.)
αρχ.
1. κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, συμφορά, κακοτυχία («αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι», Θουκ.)
2. ιατρ. κακή κατάσταση του σώματος
3. στον πληθ. αἱ κακοπραγίαι
κακές πράξεις («τὰς τῶν συκοφαντῶν πικρότητας καὶ κακοπραγίας ὅλης τῆς πόλεως», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

κᾰκοπρᾱγία: ἡ, ατύχημα, αποτυχία, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπραγία -ας, ἡ [κακοπραγέω] mislukking, ramp:. ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. de ramp op Sicilië Thuc. 8.2.1.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπρᾱγία:неудача, несчастье Arst., Plut.: αἱ κατ᾽ οἶκον κακοπραγίαι Thuc. личные несчастья.

Middle Liddell

κᾰκοπρᾱγία, ἡ, [from κᾰκοπρᾱγέω]
misadventure, failure, Thuc.

English (Woodhouse)

misery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

res adversae, misfortune, adversity, 2.60.4, 3.39.4, 4.79.3, 8.2.1.