ἄγρυπνος
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ἄγρυπνον,
A sleepless, wakeful, Hp.Epid.1.18, Pl.R.404a, Arist.Pol. 1314b35, etc.: metaph., Ζηνὸς ἄγρυπνον βέλος A.Pr.360; ἠιόνες AP7.278 (Arch.):—τὸ ἄγρυπνον = vigilance, sleeplessness, wakefulness, Hp.Aër.24, Plu.2.355b. Adv. ἀγρύπνως OGI 194.23 (Egypt, i B.C.).
II Act., banishing sleep, keeping awake, νοήσεις Arist.Pr.917b1; μέριμναι APl.4.211 (Stat. Flacc.). [ᾰγρῠπνος E.Rh.2 (lyr.), ᾱγρῠπνος Theoc.24.106.]
Spanish (DGE)
-ον
I 1despierto, que no duerme, que vela metáf. ἀγρύπνους ἰαύων νύκτας Ibyc.(?) en ZPE 57.1984.27, ἄγρυπνον ὄμμα E.Rh.824, ὀπωπή Nonn.D.16.386, ἄνδρα ἄγρυπνον καὶ ἄσιτον Pl.Amat.134b, τὸ θῆλυ ... ἀγρυπνότερον la hembra duerme menos Arist.HA 608b13, ἥρως Theoc.24.106, cf. AP 5.191 (Mel.)
•abs. τίς ἄγρυπνος; ¿quién vela? E.Rh.2
•insomne Hp.Epid.1.18
•fig. del rayo de Zeus, A.Pr.358, ἠιόνες AP 7.278 (Arch.).
2 vigilante κύνες Pl.R.404a, δράκων Corn.ND 20
•subst. τὸ ἄγρυπνον = vigilancia Hp.Aër.24, Plu.2.355b
•subst. τὸ ἄγρυπνον en sent. relig. vigilancia, celo para evitar la tentación, Gr.Nyss.Hom. in 1Cor.6.18.215.12.
II que mantiene despierto, que no deja dormir νοήσεις Arist.Pr.917b1, μέριμναι AP 16.211 (Stat.Flacc.), πόθος AP 5.215 (Mel.), ἑορτή Nonn.D.12.397, ὑμέναιοι Musae.292.
III adv. ἀγρύπνως
1 con todo desvelo, incansablemente, ἀγρύπνως ὑπὲρ τῶν ἱερῶν ἐφρόντισεν SEG 24.1217.23 (Egipto I a.C.), cf. PMasp.156.11 (VI d.C.), τοῖς δημοσίοις ἀγρύπνως προσέχειν Iust.Nou.8.8 proem. (= IEphesos 39.4).
2 sin dormir ἀγρύπνως ἀναπαύεσθαι = descansar sin dormir (para favorecer la digestión), Ruf.Fr.59.2 (= Ruf. en Orib.2.61, Ruf. en Orib.Syn.4.40, Paul.Aeg.1.87).
• Etimología: El sentido originario de esta familia de palabras es el de ‘dormir fuera’, ‘pasar la noche fuera’ (en el ἀγρός) de donde se explica bien el paso a ‘no dormir’, ‘vigilar’ etc., a través de ‘trasnochar’.
German (Pape)
[Seite 24] schlaflos, Ζηνὸς βέλος, unermüdlich, Aesch. Pr. 358; Theocr. 24, 104 u. oft in Anth., z. B. πόθος Mel. 21 (Xt I, 19); μέριμναι Stat. Fl. 8 (Plan. 211); δυσπαθία Iulian. 27 (Plan. 113); bes. von Sorzen; ἀγρ. ὑπὸ φροντίδων Luc. Dial. Mort. 7, 4; wachsam, ὥσπερ κύνες Plat. Rep. III, 404 a; τὸ ἄγρ., Wachsamkeit, Plut. Is. et Os. 11. – Den Schlaf vertreibend, Arist. probl. 18, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui ne dort pas, qui ne peut dormir;
2 qui ne dort jamais, toujours éveillé, vigilant;
II. qui bannit le sommeil, qui tient éveillé.
Étymologie: ἀγρέω, ὕπνος.
Russian (Dvoretsky)
ἄγρυπνος:
1 бессонный; не спящий, бодрствующий (ὑπὸ φροντίδων Luc.);
2 бдительный, неусыпный, неутомимый (Ζηνὸς βέλος Aesch.; κύνες Plat.; ἥρως Theocr.);
3 не дающий заснуть, прогоняющий сон (νοήσεις Arst.; πόθος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄγρυπνος: -ον, (ἀγρέω) ὁ ἐπιζητῶν ὕπνον, ἄϋπνος, ὁ μένων ἔξυπνος, Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 954, Πλάτ. Πολ. 404Α, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 24· μεταφ., Ζηνὸς ἄγρ. βέλος, Αἰσχύλ. Προμ. 358, ἠϊόνες, Ἀνθ. Π. 7. 278: - τὸ ἄγρυπνον = ἀγρυπνία, Πλάτ. Πολ. 460D: - Ἐπίρρ. -νως, Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 23: - ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποδιώκων τὸν ὕπνον, διατηρῶν τινα ἄϋπνον, νοήσεις, Ἀριστ. Προβλ. 18, 7, 4· μέριμναι, Ἀνθ. Πλαν. 211· [ᾰγρῠπνος, Εὐρ. Ρῆσ. 2 (λυρ.), ᾱγρῠπνος, Θεόκρ. 24, 104.]
Greek Monotonic
ἄγρυπνος: -ον (ἀγρέω),
I. αυτός που επιζητεί τον ύπνο, δηλ. άυπνος, ξύπνιος, σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., Ζηνὸςἄγρυπνον βέλος, σε Αισχύλ.· τὸ ἄγρυπνον = ἀγρυπνία, σε Πλάτ.
II. Ενεργ., αυτός που διατηρεί κάποιον ξύπνιο, σε εγρήγορση· μέριμναι, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
See also: ἄγρος
Middle Liddell
ἀγρέω
I. hunting after sleep, i. e. sleepless, wakeful, Plat., etc.: metaph., Ζηνὸς ἄγρ. βέλος Aesch.; τὸ ἄγρυπνον = ἀγρυπνία, Plat.
II. act. keeping awake, μέριμναι Anth.
Frisk Etymology German
ἄγρυπνος: {ágrupnos}
Meaning: schlaflos, wachsam (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: ἀγρυπνία Schlaflosigkeit, Wachsamkeit, ἀγρυπνώδης Schlaflosigkeit verursachend (Hp., vgl. Chantraine Formation 431), ἀγρυπνέω schlaflos sein, wachen (Thgn. usw., LXX, NT) mit ἀγρυπνητήρ Wächter (Man.) und ἀγρυπνητικός ‘wachsam (machend)’ (D. S., Plu., Pap. u. a.).
Etymology: Die gleich gebildeten ἄγραυλος sein Lager auf dem Felde habend und ἀγροῖκος (s. ἀγρός) führen auf die Deutung seinen Schlaf auf dem Felde habend, auf dem Felde schlafend, s. Wackernagel Verm. Beiträge 3f. Die schon früh eingetretene Anknüpfung an ἀγρέω hat die Bedeutung beeinflußt.
Page 1,16