προσγελάω
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
fut. προσγελάσομαι [ᾰ] Ar.Pax600:—
A smile at one, τινα Hdt. 5.92.γ, E.Med. 1162, Pl.R. 566d, etc.; σὲ… τὰ… φυτὰ προσγελάσεται Ar. l.c.: c. acc. cogn., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων smile your last smile upon me, E.Med. 1041.
2 greet. the senses, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ A.Eu.253; πιστὰ γάρ σε προσγελᾷ θεᾶς ἔπη S.Ichn.291; προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει Eub.109, cf. Diph.33.5.
3 later c. dat., smile upon, δούλοις Arist.Fr.183, cf. LXX Si. 13.6, Lib.Or.48.10.
German (Pape)
[Seite 754] (s. γελάω), Einen anlachen; τί προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων; Eur. Med. 1041; προσγελάσεται, Ar. Pax 583; τινά, Her. 5, 92, 3; προσγελᾷ τε καὶ ἀσπάζεται πάντας, Plat. Rep. VIII, 566 d; übertr., ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ, Aesch. Eum. 246; Einem zulachen, τινί, Valck. Hipp. 862.
French (Bailly abrégé)
προσγελῶ :
f. προσγελάσομαι;
sourire à, acc..
Étymologie: πρός, γελάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-γελάω toelachen; met acc..; προσγελᾷ τε καὶ ἀσπάζεται πάντας hij lacht iedereen toe en begroet ze Plat. Resp. 566d; met acc. v. h. inw. obj..; τί προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων; waarom lachen jullie mij toe, jullie laatste lach? Eur. Med. 1041; overdr. verwelkomen:. ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ de geur van menselijk bloed verwelkomt me Aeschl. Eum. 253; σε... τὰ φύτα... προσγελάσεται de gewassen zullen je lachend verwelkomen Aristoph. Pax 600.
Russian (Dvoretsky)
προσγελάω: (fut. προσγελάσομαι) улыбаться (τινα Eur., Her., Arph. и τινι Arph., Arst., Plut.): π. τὸν πανύστατον γέλων Eur. улыбаться последней улыбкой; ὀσμή τινος προσγελᾷ με Aesch. я чувствую какой-то запах.
Greek Monotonic
προσγελάω: μέλ. -άσομαι [ᾰ],
1. κοιτάζω κάποιον γελώντας, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων, δώσε το τελευταίο σου χαμόγελο σε μένα, σε Ευρ.
2. μεταφ., όπως το Λατ. arrideo, ευφραίνω, τέρπω, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
προσγελάω: μέλλ. -άσομαι [ᾰ], προσβλέπω τινὰ γελῶν, τὸν λαβόντα τῶν ἀνδρῶν θείῃ τύχῃ προσεγέλασε τὸ παιδίον Ἡρόδ. 5. 92, 3, Εὐρ. Μήδ. 1162, Ἀριστοφ. Εἰρ. 600, Πλάτ., κλπ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων Εὐρ. Μήδ. 1041. 2) μεταφορ., ὡς τὸ λατ. arrideo, εὐφραίνω, τέρπω, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ Αἰσχύλ. Εὐμ. 253· σὲ τὰ φυτὰ προσγελάσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 600· προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει Εὔβουλος ἐν «Τιτᾶσι» 1, πρβλ. Δίφιλον ἐν «Ἐμπόρῳ» 2. 5. 3) παρὰ μεταγεν., μετὰ δοτ., πρ. τινι Ἀριστ. Ἀποσπ. 179, Εὐμάθ. σ. 282· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 463.
Middle Liddell
fut. άσομαι
1. to look laughing at one, τινά Hdt., Eur., etc.; c. acc. cogn., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων smile your last smile upon me, Eur.
2. metaph., like Lat. arrideo, to delight, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ Aesch.