νῦν
English (LSJ)
(for νυν, νυ, v. infr. II), Adv.
A now, both of the present moment, and of the present time generally, οἳ ν. βροτοί εἰσιν mortals of our day, Il.1.272 ; so in Ion. and Att., οἱ ν. [ἄνθρωποι] men of the present day, Hdt.1.68 ; οἵ γε ν. Pi.O.1.105, B.5.4, cf. Arist.Metaph.1069a26 ; ὁ ν. τρόπος, τὸ ν. βαρβαρικόν, Th.1.6 ; Βοιωτοὶ οἱ ν. ib.12 ; ὁ ν. παρὼν χρόνος S.Tr.174, al., Pl.Prm.141e ; ἡμέρα ἡ ν. S.OT351 ; νὺξ ἡ ν. Id.Ant.16 ; ἡ ν. ὁδός Id.El.1295 ; τὸ ν. the present, Arist.Ph.218a6, al. ; ἀπὸ τοῦ ν. Pl.Prm.152c, LXXGe.46.30, etc. ; ἀπὸ ν. AP5.40 (Rufin.) ; ἕως τοῦ ν. LXXGe.46.34 ; μέχρι ν. (v.l. μ. τοῦ ν.) D.S.17.110 ; τὰ ν. simply, = ν., Hdt.7.104, E.Heracl.641, etc. ; τό περ ν. Pi. N.7.101 ; τὰ δὲ ν. S.OC133 (lyr.) ; τὸ ν. εἶναι Pl.R.506e, X.Cyr.5.3.42, Arist.Ath.31.2 ; τὸ ν. ἔχον Act.Ap.24.25. 2 of the immediate past, just now, but now, ν. Μενέλαος ἐνίκησεν Il.3.439, cf. 13.772, Od. 1.43, S.OC84, X.Cyr.4.5.48 ; ν. γοῦν ἐπεχείρησας Pl.R.341c ; ἡλίκα ν. ἐτραγῴδει D.18.13. 3 of the future, presently, ν. αὖτ' ἐγχείῃ πειρήσομαι Il.5.279, cf. 20.307, Od.1.200 ; ν. φεύξομαι, τόθ' ἁγνὸς ὤν E.El.975 ; cf. νῦν δή, νυνί. 4 sts. opp. to what might have been under other circumstances, as it is (or was), as the case stands (or stood), as a matter offact, ν. δ' ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε Od.1.166 ; εἰ μὲν ὑπώπτευον, οὐκ ἂν . . ἐποιούμην· ν. δὲ κτλ. Th.4.126, cf. 1.122, 3.113, Pl. Cra.384b, D.18.195, etc. ; καὶ ν. even so, X.An.7.4.24,7.7.17. 5 coupled with other Particles, τὰ ν. γε S.Ph.245, etc. ; ν. γε μάν Pi. P.1.50 ; ν. δή, v. h. v. : with other expressions of Time, ν. . . σήμερον, ν. ἡμέρη ἥδε, Il.7.29, 13.828 ; ν. ἤδη henceforth, S.Ant.801 (anap.), etc. ; ν. . . ἄρτι but now, Pl.Cra.396c. II enclit. (but see below) νυν, νυ. [νυ only Ep., Boeot., and Cypr. (also Arc. in ὅνυ, q. v.) ; νῠν twice in Hom., Il.10.105, 23.485 : ῡ in Trag. (ῡ A.Th.242,246, S.Ant.705, E.Or.1678, etc. ; ῠ S.Tr.92, E.Andr.91, etc.), ῡ in Com. (Ar.V.1381, Pl.975, al.), exc. Cratin.144, Ar.Th.105 (lyr., citing Agatho), and perh. Nu.141 ; both quantities in τοίνυν, q.v.] 1 rarely of Time, now, perh. so used in Il.10.105, cf. Parm.19.1, Pi. P.11.44, al., Epich.170.6. 2 in Ep. mostly as a particle of emphasis, ἧκε δ' ἐπ' Ἀργείοισι κακὸν βέλος· οἱ δέ νυ λαοὶ θνῇσκον Il.1.382, etc. : freq. coupled with other Particles or Conjs., ἦ ῥά ν. 4.93 ; καί νύ κεν 3.373 ; οὔ ν., μή νύ τοι, 10.165, 1.28 ; ἐπεί νύ τοι ib.416 ; ὥς νύ περ 2.258. 3 in commands or entreaties, μή ν. μοι νεμεσήσετ' 15.115 : freq. with other Advbs., δεῦρό ν. come now ! 23.485 ; ἐνταῦθά ν. ὕβριζε A.Pr.82, cf. Ar.Th.1001, V.149, Pl.724 ; εἶά ν. Id.Pax467, V.430, Pl.316 : freq. with imper., φέρε ν. ib.789 ; ἄγε ν. Id.Pax1056, V.381 ; σπεῦδέ ν. Id.Pl.414 ; σίγαν. S.Aj.87, Cratin.l.c. ; περίδου ν. Ar.Nu.644, cf. X.Cyr.5.3.21, etc. ; ὕφαινέ ν. B.18.8 ; so in Boeot., ν. ἔνθω IG7.3172.88 (Orchom.) ; also in Cypr. with opt. in commands, δυϝάνοι ν., δώκοι ν., Inscr.Cypr.135.6,16 H. (Idalion). 4 in questions, τίς ν. ; τί ν.; who, what, why now? Il.5.373, 1.414,4.31 ; ἦ νυ . .; Od.6.125. [In signf. I always perispom. In signf. II perispom. exc. when short, Hdn.Gr.2.39, al. ; enclit. when short, sts. in codd., as Il.23.485 (Pap. in AJP21.304, etc. ; oxyt. when = δή, Tyrannioap.Hdn.Gr.2.27 ; καθ' ὁμαλισμόν or κατ' ἔγκλισιν when=δή, Sch.Ar.Pl.414, Sch.A.R.1.664). In codd. usu. perispom. in both senses, A.Pr.82, Th.242, 246, S.Ant.705,El.324, Ar.Pl.414, V.758,922, etc. ; even νῠν is written νῦν in codd. vett. Pi. passim, also in S.Aj.87, Tr.92, etc. ; hence νυν may freq. be restored where the sense requires it. The accent of τοίνῡν perh. shows that both νῠν and νῡν could be enclitic.—Position : in signf. I νῦν can occupy any position ; in signf. II it prefers (like other enclitics, but also like ἄν, δέ, γάρ, etc.) the second place in the sentence, e.g. πρός νύν σε πατρός S.Ph.468, cf. OC1333 ; ἀπό νύν με λείπετ' ἤδη Id.Ph.1177 (lyr.) ; μετά νυν δός E.Supp.56 (lyr.) ; νυ (always enclitic) precedes other enclitics and allows only δέ to precede.] (Cf. Skt. nú, n[umacracute], nūnám, OE. nū 'now', etc.)
German (Pape)
[Seite 270] nun, jetzt, sowohl von dem gegenwärtigen Augenblick, als von einem längern Zeitraume, der der Vergangenheit od. Zukunft entgegengesetzt wird; Ggstz von πάλαι, οἷον ἐγὼ νοέω ἠμὲν πάλαι ἠδ' ἔτι καὶ νῦν, Il. 9, 105; Ggstz von ὀπίσσω, 6, 354; φίλον τέως, νῦν δ' ἐχθρόν, Aesch. Ch. 987; νῦν τε καὶ σμικρὸν ἔμπροσθεν, Plat. Phil. 18 d; τότε μὲν – νῦν δέ, Rep. I, 329 a u. öfter; – νῦν ἄρτι, Crat. 396 c; νῦν ἡμέρη ἥδε, Il. 8, 541. – a) sehr gewöhnlich mit dem praes., Hom. u. Folgde überall; auch mit dem imperat., ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν, Od. 22, 437; νῦν δέρκου θαρσῶν, νῦν δέ μοι λέγε, Soph. Phil. 144. 152 (vgl. νύν); so auch mit dem imperat. aor., καὶ νῦν ἔασον, Aesch. Prom. 332; τὰ λοιπὰ νῦν ἀκούσατε, 705; Suppl. 315; ἐκεῖσε νῦν μέθες με, Soph. Phil. 805; ἀλλὰ νῦν ἔτ' ἐν σαυτῷ γενοῦ, 983, öfter; u. so auch μὴ νῦν ἔτ' αὐτῶν μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς, O. R. 975, μὴ νῦν ἔτ' εἴπῃς, El. 316; auch beim opt. aor., O. R. 1183. – b) mit dem perf.; οὓς γὰρ νῦν ἀκήκοας λόγους, Aesch. Prom. 917; εἴ τι μὴ δαίμων παλαιὸς νῦν μεθέστηκε στρατῷ, Pers. 154; τὰ νῦν πεπραγμένα, 787; νῦν αὖ τρίτος ἦλθέ ποθεν σωτήρ, Ch. 1069; νῦν δ' ἠπάτημαι δύσμορος, Soph. Phil. 937; ἔγνωκα μὲν νῦν, O. C. 96, vgl. Ant. 1150 Tr. 1064, öfter; Plat. Rep. V, 473 e; ἣ ἐμοὶ ἐξαίφνης νῦν οὕτωσι προσπέπτωκεν ἄρτι, Crat. 396 c; Xen. Cyr. 5, 2, 27. – c) auffallender mit dem aor.; νῦν μὲν γὰρ Μενέλαος ἐνίκησεν, Il. 3, 439, vgl. 13, 772 Od. 1, 43. 166. 182; τοιῶνδέ γ' ἀρχῶν νῦν ἐπεμνήσθην πέρι, Aesch. Pers. 321, vgl. 524. 885; Ag. 1248; νῦν δὲ ὤρθωσας στόματος γνώμην, 1454; νῦν δ' εἰσῆλθε ἔρις, Soph. O. C. 372; νῦν δ' ἔχρισα, Trach. 685, vgl. 160. 650; Ai. 18. 974; u. in Prosa, καθάπερ νῦν εἶπες, wie du es so eben sagtest, Plat. Soph. 241 d Polit. 307 c. – d) auch mit dem imperf., vgl. weiter unten νῦν δή; so Xen. καὶ γὰρ νῦν, ὅτε ἄνευ ἡμῶν ἐκινδυνεύετε, πολὺν φόβον ἡμῖν παρείχετε, Cyr. 4, 5, 48, vgl. 5, 4, 32. 6, 1, 43; Dem. 19, 65 ὅτε γὰρ νῦν ἐπορευόμεθα, als wir jetzt, d. i. vor Kurzem reif'ten. – e) cum futuro, den Beginn der künftigen Handlung in der Gegenwart zu bezeichnen, νῦν αὖτ' ἐγχείῃ πειρήσομαι, Il. 5, 279. 20, 307 Od. 1, 200; νῦν δὲ θεοῖσι πρῶτα δεξιώσομαι, Aesch. Ag. 825; vgl. Suppl. 49 ff, νῦν τῶν πρόσθε πόνων μνασαμένα τά τε νῦν ἐπιδείξω πιστὰ τεκμήρια; u. Soph. νῦν δ' εὐδαίμων ἀνύσει, Phil. 710; νῦν γέ σοι ἑκὼν ἐκστήσομαι, 1042; ὡς τοῦτο νῦν πεπράξεται, O. C. 865, öfter; u. in Prosa, ταύτην καὶ ἐγὼ νῦν ἔχων διάξω, Xen. Cyr. 7, 2, 27. – f) mit dem Artikel, gew. bei einem Nomen, so daß das partic. ὤν ergänzt, u. νῦν adjectivisch betrachtet werden kann, jetzig; Aesch. ἀξιώτατος βροτῶν τῶν νῦν, Ag. 518; Plat. σοφωτάτῳ τῶν γε νῦν, Prot. 309 c; ἅπερ καὶ οἱ νῦν ἔχουσι, Rep. II, 372 e, u. sonst; auch öfter bei Soph., ἡ νῦν ἱμέρα El. 906, ἀφ' ἡμέρας τῆς νῦν O. R. 352, τῷ πότμῳ τῷ νῦν 272, ἐν νυκτὶ τῇ νῦν Ant. 16, ὁ νῦν ἔπαινος O. C. 1413, öfter; Eur.; u. in Prosa, κατὰ τὸν νῦν δή λόγον Plat. Soph. 256 c, τῶν νῦν τιμῶν, Rep. VII, 540 d. Aber auch τὸ νῦν u. τὰ νῦν, auch in einem Wort geschrieben, τονῦν, τανῦν, was das Jetzt anlangt, verstärkt = νῦν; τὰ νῦν τάδε, Her. 7, 104; oft bei den Tragg. u. in att. Prosa, ὥςπερ τὸ νῦν, Plat. Theaet. 187 b, καθάπερ τὸ νῦν δή, Phil. 27 a, τί οὖν τὰ νῦν; Prot. 309 b, öfter; τὰ νῦν δὴ ἡμεῖς, Legg. III, 686 c; vgl. τό γε νῦν, Pind. P. 11, 44, τό περ νῦν, N. 7, 101; δαίμων τὰ νῦν γ' ἐλαύνει, Soph. O. C. 1750; τὰ δὲ νῦν τιν' ἥκειν λόγος, 132; so auch τὸ νῦν εἶναι, Xen. Cyr. 5, 3, 42 An. 3, 2, 37 u. sonst, s. εἰμί – Abgeleitet von der Bezeichnung der Gegenwart ist der Gebrauch, daß es bes. einen Ggstz gegen einen hypothetischen Satz der Nichtwirklichkeit, das, was n un wirklich ist, ausdrückt; εἰ γάρ μ' ὑπὸ γῆν ἧκεν –, νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμα ὁ τάλας πέπονθα, Aesch. Prom. 157, vgl. 757, nun aber, so aber; καλῶς ἂν ἐξείρητό σοι, εἰ μὴ 'κύρει ζῶσ' ἡ τεκοῦσα· νῦν δ', ἐπεὶ ζῇ, πᾶσ' ἀνάγκη ὀκνεῖν, Soph. O. R. 985; οὐκ ἂν ὧδ' ἐγιγνόμην κακός· νῦν δ' οὐδὲν εἰδὼς ἱκόμην, O. C. 274; vgl. 911. 1369, öfter; εἰ μὲν γὰρ ἦν ἁπλοῦν –, νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν γίγνεται διὰ μανίας, Plat. Phaedr. 244 a; Thuc. 3, 113; εἰ ἠπιστάμεθα, ὅτι ἥξει, οὐδὲν ἂν ἔδει – · νῦν δέ, ἐπεὶ τοῦτ' ἄδηλον, δοκεῖ μοι, Xen. An. 5, 1, 10, vgl. 7, 8, 16; Sp. – Unter den Vrbdgn mit Partikeln bemerke man bes. νῦν δή, jetzt nun, auch in Beziehung auf Vergangenes, so eben, ἃ νῦν δὴ ἔλεγον, Plat. Prot. 329 c, ὅπερ νῦν δὴ σὺ ἤρου, Phaedr. 61 e, ὅσα προσετάξαμεν νῦν δή, Rep. VI, 491 a; aber auch mit dem fut., καὶ νῦν δὴ τοῦτον θήσομεν ἰδιώτην, Soph. 221 c; vgl. Lob. Phryn. 19.
Greek (Liddell-Scott)
νῦν: (ὡσαύτως νυν, νυ, ἴδε κατωτ. ΙΙ), τώρα, κατ’ αὐτὸν τοῦτον τὸν χρόνον, Λατ. nunc, οὐ μόνον ἐπὶ τῆς παρούσης στιγμῆς, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος χρόνου καθόλου, οἳ νῦν βροτοί εἰσι Ἰλ. Α. 272· οὕτω παρ’ παρ’ Ἀττ., οἱ νῦν ἄνθρωποι, οἱ νῦν Ἕλληνες, ὁ νῦν χρόνος, ἡ νῦν ἡμέρα, κτλ.· τὸ νῦν, ὁ παρὼν χρόνος, τὸ παρόν, ἀπὸ τοῦ νῦν Πλάτ. Παρμ. 152C, κτλ.· ἀπὸ νῦν Ἀνθ. Π. 5. 41· ἀντίθετον τῷ μέχρι νῦν, Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 216· - ἀλλὰ τὰ νῦν (ὅπερ συχνάκις φέρεται τανῦν) εἶναι ὡσαύτως εὔχρηστον ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ νῦν, Ἡρόδ. 7. 104, Εὐρ. Ἡρακλ. 641, κτλ.· ὡσαύτως καὶ διῃρημένον: τό περ νῦν Πινδ. Ν. 7. 149· τὰ δὲ νῦν Σοφ. Ο. Κ. 133· οὕτω, τὸ νῦν εἶναι Πλάτ. Πολ. 506Ε, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 42. 2) τὸ νῦν εἶναι ἐν χρήσει οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἀμέσου παρόντος, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ παρελθόντος, πρὸ ὀλίγου, «τώρα δά», νῦν Μενέλαος ἐνίκησεν Ἰλ. Γ. 439, πρβλ. Ν. 772, Ὀδ. Α. 43, 166, Σοφ. Ο. Κ. 84, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 48· ἡλικία νῦν ἐτραγῴδει Δημ. 229. 19· - καὶ ἐπὶ τοῦ μέλλοντος, τώρα, ἀμέσως, ἐντὸς ὀλίγου, νῦν αὖτ’ ἐγχείῃ πειρήσομαι Ἰλ. Ε. 279, πρβλ. Υ. 307, Ὀδ. Α. 200· νῦν φεύξομαι, τόθ’ ἁγνὸς ὢν Εὐρ. Ἠλ. 975, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 1, 23· ἀλλὰ κατὰ τοὺς αὐστηρῶς ἀττικίζοντας αἱ χρήσεις αὖται εἶναι σπάνιαι, Wolf. εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 242, πρβλ. νῦν δή, νυνί. 3) ἐνίοτε κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὅ,τι ἠδύνατο νὰ συμβῇ ὑπὸ ἀλλοίας περιστάσεις, ὡς τώρα ἔχουσι τὰ πράγματα, εἰ μὲν ὑπώπτευον, οὐκ ἂν ... ἐποιούμην, νῦν δὲ κτλ. Θουκ. 4. 126, πρβλ. 1. 122, κτλ.· οὕτω καὶ νῦν ἔτι καὶ ἐν ταύτῃ τῇ περιστάσει, Ξεν. Ἀν. 7. 24, 24., 7. 17. - Αἱ αὐταὶ χρήσεις τοῦ νῦν εὕρηνται ἐν σχέσει πρὸς ἄλλα μόρια, νῦν γε, τὰ νῦν γε, κτλ., Σοφ. Φ. 245, Πλάτ., κτλ.· - ἰδίως, νῦν δή, ἴδε ἐν λ. νῦν δή· - μετ’ ἄλλων ἐκφράσεων χρόνου, νῦν σήμερον, νῦν ἡμέρη ἥδε Ἰλ. Θ. 541, Μ. 828· νῦν ἤδη, ἀπὸ τοῦ νῦν, ἀπὸ τοῦδε, Σοφ. Ἀντ. 801, κτλ.· νῦν ... ἄρτι, μόλις πρὸ ὀλίγου, Πλάτ. Κρατ. 396C· νῦν ὅτε Αἰσχύλ. Θήβ. 705, Ἱκέτ. 630. ΙΙ. Πλὴν τῆς καθαρῶς χρονικῆς σημασίας τὸ νῦν ἢ (ἐπὶ τοιαύτης σημασίας συνήθως ἐγκλιτ.) νυν, νυ, ὡσαύτως δηλοῖ, 1) τὴν ἄμεσον ἀκολουθίαν πράγματός τινος κατόπιν ἄλλου, τότε, ἀκολούθως, μετὰ ταῦτα, ἧκε δ’ ἐπ’ Ἀργείοισι κακὸν βέλος· οἱ δέ νυ λαοὶ θνῆσκον, ἔρριψε τὸ κακὸν βέλος του κατὰ τῶν Ἀργείων, καὶ οὕτως (τότε) οἱ ἄνθρωποι ἀπέθνησκον, Ἰλ. Α. 382· συχνάκις οὕτω παρ’ Ὁμήρῳ. 2) τὴν ἄμεσον ἀκολουθίαν πράγματός τινος ἐξερχομένου ἢ εἰκαζομένου ἐξ ἄλλου, ὅθεν, λοιπόν, μὴ νῦν μοι νεμεσήσετε, μὴ λοιπὸν ὀργισθῆτε ἐναντίον μου, Ἰλ. Ο. 115· συχνάκις παρ’ Ὁμήρῳ. 3) ἐν χρήσει πρὸς ἐνίσχυσιν ἢ ἐπίσπευσιν διαταγῆς, παραγγελίας, προσκλήσεως κτλ., παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἐπιρρημάτων, δεῦρό νυν, ἐμπρὸς λοιπόν! γρήγορα! Ἰλ. Ψ. 485· εἶά νυν κτλ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς τὸ πλεῖστον μετὰ προστακτικῆς, φέρε νυν, ἄγε νυν, σπεῦδέ νυν, σίγα νυν, περίδου νυν, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 21, κτλ. Ἐν πᾶσι τούτοις δύναται νὰ ἀποδοθῇ διὰ τοῦ «λοιπόν», καὶ κατὰ σημασίαν προσεγγίζει τὰ μόρια, δή, οὖν, ὡς ἐν τοῖς φέρε δή, ἄγε δή, κτλ.· ἐπεί νυ ἀντὶ τοῦ συνήθους, ἐπειδή, Ἰλ. Α. 416. 4) ὡσαύτως πρὸς ἐνίσχυσιν ἐρωτήσεως, τίς νυν; τί νυν; ποῖος λοιπόν; τί λοιπόν; Α 414., Δ. 31· οὕτως, ἦ ῥά νυ Γ. 183. Τινὲς τῶν παλαιῶν γραμματικῶν διακρίνουσι τὸ νῦν ἀπὸ τοῦ νυν, νυ, περιορίζοντες τὸ πρῶτον εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χρόνου, τὸ δὲ δεύτερον εἰς τὴν τῆς ἀκολουθίας ἢ συμπεράσματος = δὴ ἢ οὖν. Τὸν κανόνα τοῦτον ἠκολούθησαν νεώτεροι ἐκδόται τῶν Τραγικῶν καὶ τοῦ Ἀριστοφάνους καὶ κατὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ παρ’ αὐτά. Δὲν ὑπάρχει δὲ λόγος νὰ μὴ τηρηθῇ ἡ διάκρισις αὕτη καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ὡς παρ’ Ἡροδ. (ἴδε Schw. εἰς 1. 183., 9. 10), Ξεν. Ἑλλ. 5. 1. 32 (ἔνθα τὸ ἴτε νυν προὔτεινεν ὁ Dorv. εἰς Θεοφρ. Χαρακ. σ. 701), καὶ παρ’ ἑτέροις οὓς μνημονεύει ὁ Ahresch εἰς Ξεν. Ἐφ. σ. 187. Ὡς πρὸς τὴν ποσότητα, τὸ ἐγκλιτ. νυν εἶναι μακρὸν ἢ βραχὺ (κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου) παρὰ τοῖς Τραγικ.· παρὰ τοῖς κωμικ. ἀείποτε μακρόν, πλὴν ἐν Κρατίνου «Ὀδυσσεῦσι» 15, ἐπειδὴ ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 103 αἱ λέξεις ἀνήκουσιν εἰς τὸν Ἀγάθωνα. Ἀλλά τινες τῶν ἐκδοτῶν οὐδεμίαν διαφορὰν ἀναγνωρίζουσιν εἰ μὴ τὴν τῆς ποσότητος, ὅθεν γράφουσι νῦν ἀείποτε ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, παραδέχονται δὲ τὸ νυν μόνον ὅπου ἀπαιτεῖ αὐτὸ τὸ μέτρον ἐν τῇ ποιήσει, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 141. Πρβλ. τοίνυν. (Πρβλ. Σανσκρ. nû, nûnam· Λατ. nunc καὶ ἴσως num (πρβλ. tunc, tum)· Ἀρχ. Γερμ. nu (num, τώρα Ἀγγλ. now).)