ἀναίρω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A raise, lift up, Aen.Tact.23.4:—Med., Ἕως γὰρ λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται E.El.102:—Pass., ἀναρθείς, of Ganymede, AP12.67.
German (Pape)
[Seite 190] (s. ἀναείρω), emporheben, med. ἐκ βάθρων Eur. I. T. 1204; Ἕως λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται El. 102; ἀναρθείς, in den Himmel gehoben, Ep. ad. 6 (XII, 67).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίρω: (ἴδε αἱρέω): αἴρω τι κείμενον κάτω, σηκώνω ἐπάνω, Λατ. tollere, ἀνελόντες ἀπὸ χθονός, ἔσχον, ἀναβαστάσαντες, δηλ. σηκώσαντες ὑψηλὰ ἐκράτησαν, περὶ θύματος πεσόντος ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ πληγῆς πελέκεως, οὗ τὴν κεφαλὴν ἐσήκωσαν ὀλίγον ἀπὸ τὴν γῆν ὅπως ἀποκόψῃ τις αὐτήν, (πρβλ. αὐερύω) Ὀδ. Γ. 453. 2) λαμβάνω τι μετ’ ἐμοῦ, κομίζομαι, ἰδίως ἐπὶ ἄθλων μετὰ κόπου κτηθέντων, Ἰλ. Ψ. 736, πρβλ. 551, Ἡρόδ. 5. 102 (πρβλ. κατωτέρω Β.Ι.) 3) ἁπλῶς σηκώνω, παῖδα Πινδ. ΙΙ. 9. 105· τὰ ὀστᾶ Θουκ. 1. 126. 4) σηκώνω νεκρὰ σώματα πρὸς ταφήν, ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες Ἀριστοφ. Σφ. 386, πρβλ. Ξεν. Ἀν 6. 4, 9· ἀλλὰ τοῦτο εἶναι κοινότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἴδε κατωτέρω Β. Ι. 3. ΙΙ. αἴρω ἐκ τοῦ μέσου, ἐκποδὼν ποιοῦμαι, ἀπὶ ἀνθρώπων, φονεύω, Ἡρόδ. 4. 66, πολλοὺς ἀναιρῶν Αἰσχύλ. Χρ. 1004· σὲ μὲν ἡμετέρα ψῆφος ἀναιρ. Εὐρ. Ἀνδρ. 517· ὡσαύτως, θανάτοις ἀν. Πλάτ. Νόμ. 870D (ἴδε ἐν λ. ἐξόριστος)· ἀνελεῖν ἐκ τῆς πολιτείας τὰ τοιαῦτα θηρία Δείναρχ. 110. 36, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, καταλύω, ἀκυρῶ, διαγράφω, ἐξαλείφω, ὀλιγαρχίας Ξεν. Κύρ. 1. 1, 1· στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἀνελών, κατ’ εἰκασίαν ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 125 (228)· νόμον Αἰσχίν. 59, 13· διαθήκην Ἰσαῖος 36. 32· στήλην Ἀνδοκ. 14. 6· ἀταξίαν Δημ. 38. 14, κτλ. ἐκ μέσου ἀν. βλασφημίας Δημ. 141.1· τηλικαύτην ἀνελόντας μαρτυρίαν ὁ αὐτ. 837.10. 3) ἀναιρῶ, ἐξελέγχω, ἐντελῶς ἀνατρέπω ἐπιχείρημά τι, Πλάτ. Πολ. 533C, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ., ἰδίως ἀναιρῶ κατ’ εὐθείαν ἐπιχείρημά τι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διαιρέω (ἴδε ἀναίρεσις ΙΙ. 2), Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 18. 3., 22, 9. ΙΙΙ. ὁρίζω, διατάσσω, ἐπὶ χρησμοῦ ἀποκρινομένου πρὸς γενομένην ἐρώτησιν, ὁ θεὸς αὐτοῖς ἀν. παραδοῦναι Θουκ. 1. 25· οὓς ἂν ὁ θεὸς ἀνέλῃ Πλάτ. Νόμ. 865D· πρβλ. 642D· ἀνεῖλε θεοῖς οὓς ἔδει θύειν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 6· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀνεῖλέ μιν βασιλέα εἶναι Ἡρόδ. 1. 13: - ἀλλὰ 2) συνηθέστερον ἀπολύτως, ἀποκρίνομαι, δίδω ἀπόκρισιν, ἀνεῖλε ἡ Πυθίη, κτλ. ὁ αὐτ. 1. 13, κτλ. καὶ παρ’ Ἀττ. ἀν. τι περί τινος, δίδω χρησμόν τινα περί τινος πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 914A: μαντείας ἀν., δίδω χρησμούς, Δημ. 1466, ἐν τέλει: οὕτως ἐν τῷ Παθ., Δημ. 530. 26. Β. Μέσ., λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω εἰς χεῖράς μου καὶ ὑψώνω, σηκώνω, οὐλοχύτας ἀνέλοντο Ἰλ. Α. 449· ἀσπίδα, ἔγχος Λ. 32, Ν. 296· κυνέην Ἡρόδ. 1. 84· δίκτυα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 13: - κερδαίνω, νικῶ, ἀν. Ὀλύμπια, τὴν Ὀλυμπιάδα, τὴν νίκην Ἡρόδ. 6. 36, 70, 103· καὶ ἐν γένει, αἲ γὰρ δήποτε, τέκνον, ἐπιφροσύνας ἀνέλοιο, εἴθε ποτὲ νὰ λάβῃς συνετὰ μέτρα, Ὀδ. Τ. 22· εὐδαιμονίαν Πινδ. Ν. 7. 83, πρβλ. Θέογν. 281· ἀν. κλῆρον Πλάτ. Πολ. 617E· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὄνειδος σπαργάνων ἀν. Σοφ. Ο. Τ. 1035· εἴ σ’ ἀνελοίμην, ἐὰν ἤθελόν σε δεχθῇ δηλ. εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου, Ὀδ. Σ. 357· σῖτα ἀν. λαμβάνω ζωοτροφίας, Ἡρόδ. 4. 128· ποινήν τινος αν., τιμωρῶ τινα, λαμβάνω ἐκδίκησιν, ὁ αὐτ. 2. 134. 2) λαμβάνω τι δι’ ἐμαυτὸν καὶ ἀπέρχομαι, ἁρπάζω, κούρας ἀνέλεοντο θύελλαι Ὀδ. Υ. 66· ἀναιρούμενος οἴκαδε φέρειν Πλάτ. Νόμ. 914B· ἀνείλατο δαίμων Συλλ. Ἐπιγρ. 4. 137. 3) σηκώνω νεκρὰ σώματα ὅπως θάψω αὐτά, Ἡρόδ. 2. 41., 4. 14, Θουκ. 4. 97, κτλ., πατέρων ἀρίστων σώμαθ’ ὧν ἀνειλόμην Εὐρ. Ἱκ. 1167· - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ. ἴδε ἀνωτέρ. Α. Ι. 2 : - ὡσαύτως ἐπὶ ζῶντος, Εὐρ. Ἑλ. 1616, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 13· τοὺς ναυαγοὺς ὁ αὐτ. 1. 7. 4 καὶ 11· τοὺς δέκα στρατηγοὺς τοὺς ἀνελομένους τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Πλάτ. Ἀπολ. 32B: - Παθ., ἀναιρεθέντων τῶν νεκρῶν ..., ὑγιὴς ἀνῃρέθη ὁ αὐτ. Πολ. 614B, καὶ ἀλλ. 4) λαμβάνω εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἰλ. ΙΙ. 8: ἐντεῦθεν, λαμβάνω νεωστὶ τεχθέντα παιδία, ἀποδέχομαι, ἀναγνωρίζω αὐτὰ ὡς ἰδικά μου, Λατ. tollore, suscipere liberos, Πλουτ. Ἀντών. 36, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 531. 5) συλλαμβάνω (ἐν γαστρί). Ἡρόδ. 3 108., 6. 69. 6) λαμβάνω χρήματα ἐπὶ τόκῳ, Δημ. 1212. 3. ΙΙ. ἀναλαμβάνω, ὑποδύομαι, ἐπιχειρῶ, Λατιν. suscipere, πόνους Ἡρόδ. 6. 108· πόλεμόν τινι, πόλεμον κατά τινος, ὁ αὐτ. 5. 36· πολέμους ἀναιρούμεσθα Εὐρ. Ἱκ. 492, πρβλ. Δημ. 11. 4: - ὡσαύτως ἀν. ἔχθραν Πλάτ. Φαῖδρ. 233C· ἔχθραν πρός τινα Δημ. 71. 2· ἀν. δημόσιον ἔργον, ἀναλαμβάνω τὴν ἐκτέλεσιν δημοσίου ἔργου, συμφωνῶ δι’ αὐτό, Πλάτ. Νόμ. 921D, πρβλ. Α, Β, Δημ. 53. 21. 2) ἀποδέχομαί τι ὡς ἐμόν, γνώμην Ἡρόδ. 7. 16, 1· τὰ οὐνόματα τὰ ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἥκοντα 2. 52· ἀν. φιλοψυχίην ἔχω ἀγάπην πρὸς τὴν ζωήν, 6. 29· τὸν παρ’ αὑτὸν πεσόντα [κλῆρον] ἀν. Πλάτ. Πολ. 617E. ΙΙ. ἀποσύρω, λύω, διαγράφω, ἀκυρῶ, συγγραφήν, συνθήκας, κτλ., Δημ. 916. 16., 1180, 6. μέλλ. ἀναρῶ, ἄνω αἴρω, ὑψώνω ἐν μέσῃ φωνῇ. Ἕως γὰρ λευκὸν ὄμμ’ ἀναίρεται, διότι ἡ χαραυγὴ αἴρει ἄνω τὸ λευκὸν αὑτῆς ὄμμα, Εὐρ. Ἠλ. 102· ἐν παθ., ἀναρθείς, περὶ τοῦ Γανυμήδους, Ἀνθ. Π. 12. 67.