σώζω
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
German (Pape)
[Seite 1058] fut. σώσω; perf. pass. σέσωσμαι u. σέσωμαι, wie Bekker aus mss. an vielen Stellen hergestellt hat, vgl. Plat. Critia. 109 d, aber Dem. 34, 12 steht ohne var. σεσωσμένος, vgl. Xen. Cyr. 3, 2, 15. 5, 4, 11; σωστέος, Eur. Herc. f. 1388, Ar. Lys. 580; ἀνασωιζόμενοι steht Inscr. 231, vgl. Keil Anal. p. 115 f; aor. immer ἐσώθην (zuerst Her. 4, 97); die tempp. also z. Th. von σαόω (σώω) abgeleitet, welche Form bei Hom. vorherrscht, s. oben; – retten, erhalten: σπέρμα πυρὸς σώζων, Od. 5, 490; πόλιν, Aesch. Spt. 731, u. öfter; πόλις σέσωσται, Spt. 802; ἀπὸ στρατείας ἄνδρα σώσαντος θεοῦ, Ag. 589; εἰ νόστιμός γε καὶ σεσωσμένος πάλιν ἥξει, Ag. 604; σῶσαί μ' ἐς οἴκους, Soph. Phil. 311; ἐκ γῆς τινα, 524; auch τινά τινος, wie σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα, Ant. 1147; ἢ σεσώσμεθα ἢ πίπτομεν, Trach. 83; dah. bewahren, καὶ φυλάσσειν, Phil. 755; τῶνδε τῶν ὅπλων, ἃ νῦν σὺ σώζεις, 792; u. vom Beobachten der Gesetze, Ant. 1101; vgl. σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους, Aesch. Eum. 232; σωζόμενον ῥυθμόν, Ch. 786; oft bei Eur., τοὺς νόμους Suppl 313; τὰ πατρῷα, Ar. Thesm. 819; u. in Prosa : σώζει ἐκ θανάτου τοὺς ἀνθρώπους, Plat. Gorg. 511 c; vgl. ἐκ θανάτοιο, ἐκ πολέμοιο u. ähnl. Il. 5, 469. 11, 752. 17, 452. 21, 274. 22, 175 Od. 4, 793; τὸν βίον, Plat. Prot. 356 e; τὴν ἀρχαίαν φωνήν, τὸν νόμον, Crat. 418 c Legg. VIII, 847 a; ἐξ Αἰγίνης δεῦρο, Gorg. 511 d; so auch bei Hom. u. sonst, nach einem Orte glücklich, unversehrt durchbringen, ἐς προχοάς Od. 5, 452, ἐπὶ νῆα Il. 17, 692, πόλινδε 5, 224; Ggstz ἀπολλύναι, Xen. An. 4, 1, 38. – Pass. gerettet werden, am Leben bleiben, Ggstz von ἀπολέσθαι, Il. 15, 503, oder ἀποθνήσκειν, Xen. An. 3, 2, 3 Cyr. 3, 3, 51; ὀπίσω εἰς οἶκον σωθῆναι, glücklich, unversehrt nach Hause zurückgelangen, Her. 4, 77; πρός τινα, Xen. Cyr. 5, 4, 16; είς, ἐπί, An. 6, 2, 8. 3, 20; ἐσώθησαν εἰς τὰς πόλεις, sie retteten sich durch die Flucht in die Städte, Pol. 3, 117, 2; πρὸς τοὺς ἀναγκαίους, 6, 58, 5; οἱ σωθησόμενοι, Plat. Theaet. 176 d, Menschen, die bestehen oder glücklich sein wollen oder sollen; ἀργυρίῳ πρὸς χαλκὸν κεκραμένῳ χρώμενοι σώζονται, Dem. 24, 214, erhalten sie sich oder kommen ohne Nachtheile durch. – Med. sich Etwas erhalten, σώσασθαι τὸ σῶμα, sich den Leib, seinen Leib erhalten; bes. Etwas im Gedächtniß behalten, wie auch wir ohne Zusatz »behalten« sagen, Soph. El. 1248; παρῆκα θεσμῶν οὐδέν, ἀλλ' ἐσωζόμην, χαλκῆς ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν, Trach. 679; Eur. Suppl. 916 Bacch. 792 u. öfter, wie in Prosa: κτᾶταί τε μαθήματα καὶ σώζεται, Plat. Theaet. 153 b; ὁ δὲ μηδ' ἃ ἔμαθε σώζοιτο, Rep. V, 455 d; auch σωζόμενοι μνήμην, Theaet. 163 d, vgl. Gorg. 501 a; u. so findet sich auch das act. bei Eur. Hel. 274 gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
σώζω: (μετὰ ὑπογεγραμμένου ι ὁσάκις μετὰ τὸ ζ ἀκολουθεῖ ω. οἷον σῴζω, Δίδυμος ἐν Ἐτυμ. Μέγ. 741, καὶ οὕτως ἐν Ἐπιγραφαῖς, π.χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2448Ι. 7., 4838b, 5774. 51, κ. ἀλλ.), κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ σάω, σαόω, σώω (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. σέσωκα. ― Μέσ., μέλλ. σώσομαι Εὐριπ. Βάκχ. 793, Ξεν.· ἀόρ. ἐσωσάμην Ἀττ. ― Παθητ., μέλλ. σωθήσομαι Θουκ. 5. 111, Πλάτ., κλπ.· ἀόρ. ἐσώθην Ἡρόδ., Ἀττ. (ἐσώσθην μόνον παρ’ Ἡσύχ.)· πρκμ. σέσωσμαι, σέσωσται, κλπ., Αἰσχύλ. Θήβ. 820, Σοφ. Τρ. 83, Εὐρ., Ξενοφ., κλπ.· ἀλλὰ σέσῳται Πλάτ. Κριτί. 109D, πρβλ. 110Α· τοῦτο δὲ τὸν τύπον νομίζει ὡς τὸν Ἀττικὸν ὁ Φώτ., ἴδε L. Dind. εἰς Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 25. ― Ἐκ τοῦ συνήθους τύπου ὅστις ἐγένετο κοινὸς ἀπὸ τοῦ Θεόγνιδος καὶ ἐφεξῆς ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὴν μετοχ. σώζων Ὀδ. Ε. 490, καὶ ὁ Ἡσ. τὴν εὐκτικὴν σώζοι ἐν ἀμφιβόλῳ τινὶ χωρίῳ Ἔργ. κ. Ἡμ. 374· ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶναι ἐν χρήσει οἱ ἑξῆς τύποι παρ’ Ὁμήρῳ καὶ τοῖς Ἀττικοῖς Ποιηταῖς: 1) ἐκ τοῦ σόω, ὑποτ. σόῃς, -ῃ, -ωσι Ἰλ. Ι. 681, 424, 393· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σοεῖς, σοῦται ὡς = σώζεις, σώζεται. 2) ἐκ τοῦ σαόω, γ΄ ἑνικ. σαοῖ Θέογν. 868, Καλλ., κλπ.· γ΄ πληθ. σαοῦσι Τυρταῖ. 8. 13· προστ. σάω, ἀντὶ σῶζε, Ὀδ. Ν. 230., Ρ. 595, Καλλ., κλπ.· (ἀλλὰ καὶ σάου Ὕμν. Ὁμ. 12. 3, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 347, κλπ., ἂν καὶ τῶν ἐκδοτῶν τινὲς ἐπανορθοῦσι σάω)· ὡσαύτως σάω ὡς γ΄ ἑνικ. παρατ., Ἰλ. Π. 363., Φ. 238· ― μέλλ. σαώσω, ἀόρ. ἐσάωσα, Ὅμ., Πίνδ., κλπ.· ἀόρ. παθ. ἀπαρ. σαωθῆναι Ἰλ. Ο. 503, Ὀδ. Κ. 473· προστ. σαωθήτω Ἰλ. Ρ. 228· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐσάωθεν Ὀδ. Γ. 185· μέσ. μέλλ. σᾰώσομαι Φ. 309. 3) ἐκ τοῦ συνῃρ. ἐνεστ. σάω, μετοχ. σώοντες Η. 430· Ἰων. παρατ. σώεσκον Ἰλ. Θ. 363· ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ἔχει προσέτι σώετε καὶ μέσ. σώεσθαι. 4) ἐκ τοῦ σάωμι, Αἰολ. β΄ ἑνικ. σάως, Ἀλκαῖ. 69. ― Τούτοις προσθετέον, 5) Λακων. σοΐδδω, μέλλ. -ΐξω, Valck. Ep. ad Röver σ. Ixviii. 6) σωννύω, «ἀντὶ τοῦ σώζω» Δεινόλοχ. ἐν «Μηδείᾳ» Α. Βεκ. 114, 5. 7) μέλλ. σωῶ, ἐν ἀρχαίᾳ Ἀττ. Ἐπιγρ., ἴδε Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 107. Ὡς καὶ νῦν, διαφυλάττω, διατηρῶ: 1) ἐπὶ προσώπων, σῴζω ἀπὸ τοῦ θανάτου, διατηρῶ ζῶντα, διαφυλάττω, σώοντες ἑταίρους Ὀδ. Ι. 430· ζωοὺς σάω Ἰλ. Φ. 238· σ. ἀπολλυμένους Ἀλκαῖ. 69, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 38· πόδες καὶ γοῦνα σ. τινὰ Ἰλ. Φ. 611· νὺξ σ. στρατὸν Ι. 78· κλπ.· ὡσαύτως, διασῴζω, φείδομαι, Ὀδ. Χ. 357, πρβλ. Θουκ. 1. 91. ― Παθητ., σῴζομαι, διατηροῦμαι ἐν τῇ ζωῇ, ἀντίθετον τῷ ἀπολέσθαι, Ἰλ. Ο. 503, Ὀδ. Γ. 185, κλπ.· σώζεσθαι ἀγαπητῶς Λυσί, 147. 18· καθόλου, εἶμαι καλά, εὐτυχῶ, προάγομαι, προοδεύω, οἱ σωθησόμενοι, οἱ ἄξιοι εὐτυχίας, Πλάτ. Θεαίτ. 176D· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεστ. σωζόμενος, Θέογν. 68. 235 θεραπεύομαι, ἀναλαμβάνω ἀπὸ ἀσθενείας, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 138, Ἰσαῖ. 36. 12· ― σώζεο, ὡς εὐχή, = ὁ Θεὸς νὰ σὲ διαφυλάττῃ, χαῖρε, Καλλ. εἰς Δῆλ. 150, Ἀνθολ. Π. 5. 241., 9. 372· σώζοισθε αὐτόθι 171· ὡσαύτως, σῴζω ἐμαυτόν, διαφεύγω, ἐκφεύγω, σώθητι Πλάτ. Κρίτων 44Β μόγις ἢ μόλις σώζεσθαι Πλάτ. Ἐπιστ. 332C, Διόδ., κλπ.· χαλεπῶς σ. Θέογν. 675· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διαφυλάττω, διατηρῶ τι ἀσφαλές, σπάνιον παρ’ Ὁμ., σάω μὲν ταῦτα, σάω, δ’ ἐμὲ Ὀδ. Ν. 230· σπέρμα πυρὸς σώζων Ε. 490 (ἂν καὶ παρὰ τοῖς Ἕλλησι Ποιηταῖς τὸ πῦρ λαμβάνεται ὡς ζῶν στοιχεῖον)· σ. πόλιν καὶ ἄστυ Ἰλ. Ρ. 144· σαώσει Ἀργείους καὶ νῆας Κ. 45, πρβλ. Ι. 230· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. ἡ χρῆσις αὕτη εἶναι συνήθης, σ. φάρμακον Σοφ. Τρ. 686· τὰ τόξα ὁ αὐ. ἐν Φιλ. 766· τὰ σκεύη, οἶκον, χρήματα, καρπούς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 730, Ὄρν. 380, 1062· τὰ πατρῷα, τὰ ὑπάρχοντα ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 820, Θουκ. 1. 70. σ. πόλιν, διατηρῶ, διαφυλάττω τὴν πόλιν ἢ τὴν πολιτείαν, Ἡρόδ. 8. 34, Αἰσχύλ. Θήβ. 749, Σοφ. Ἀντ. 1058, Πλάτ., κλπ.· τὰ πράγματα Θουκ. 1. 94· τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Λυσ. 525· τὴν πολιτείαν, τὴν δημοκρατίαν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 1, 1., 5. 8, 8· ― τόνδε γὰρ [λόγον] σώζων, τηρῶν αὐτὸν μυστικόν, Αἰσχύλ. Πρ. 524, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1530· ― σ. καιρὸν Δημ. 343. 4, πρβλ. 622. ― Μέσ., διατηρῶ ἢ διαφυλάττω δι’ ἐμαυτόν, τι Σοφ. Ἠλ. 994, Εὐρ. Ἀλκ. 146, κλπ.· αὐτὸς αὑτῷ σ. τι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 402, πρβλ. Ἱππ. 1017. ― Παθ., διασῴζομαι, ὑπάρχω ἀκόμη, ἐπὶ βιβλίων, Λογγίν. Ἀποσπ. 5. 4, Δίων Κ. 70. 2. 3) τηρῶ, φυλάττω, ἐκτελῶ, τοὺς νόμους, κλπ., σ. ἐφετμὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 241 τὸν παρόντα νοῦν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 392 τοὺς καθεστῶτας νόμους Σοφ. Ἀντ. 1114· τοὺς σοὺς λόγους Εὐρ. Ἑλ. 1552, κλπ. ― Παθ., διατηροῦμαι, διαφυλάττομαι, τὸ ἄπραγμον οὐ σώζεται Θουκ. 2. 63· τοῦ μήκους σωζομένου Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 7. 4) διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, ἐνθυμοῦμαι, Εὐρ. Ἑλ. 266, Πλάτ. Πολ. 486C· ― ἀλλ’ ἡ σημασία αὕτη εἶναι κοινοτέρα ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, παρῇκα θεσμῶν οὐδέν, ἀλλ’ ἐσωζόμην... ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφὴν Σοφ. Τρ. 682, πρβλ. Ἠλ. 1257· οὕτω καὶ ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 219· μηδ’ ἃ ἔμαθε σώζοιτο Πλάτ. Πολ. 455Β, πρβλ. Θεαίτ. 153Β· ― πλῆρες, σώζεσθαι μνήμην τινὸς Εὐρ. Ι. Τ. 302, Πλάτ. Γοργ. 501Α, Θεαίτ. 163D. ΙΙ. Συντάσσσεται: 1) ἁπλῶς μετ’ αἰτ., ἴδε ἀνωτ. 2) μετὰ τῆς ἐννοίας κινήσεως εἰς τόπον, φέρω τινὰ σῶον εἰς..., τὸν δ’ ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοὰς Ὀδ. Ε. 452 ἐς ὅμιλον Ἰλ. Υ. 401· πόλινδε Ε. 224, κτλ.· ἐς οἴκους Σοφ. Φιλ. 311· πρὸς ἤπειρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 737· ― ἐν τῷ παθητ. τύπῳ, ἐξέρχομαι σῶος, καταφεύγω καὶ διασῴζομαι εἴς τινα τόπον, σώζεσθαι ὀπίσω ἐς οἶκον Ἡρόδ. 4. 97, πρβλ. 9. 104 δεῦρο Εὐρ. Φοίν. 725· οἴκαδε Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 7· ἐπὶ τὴν ὑμετέρην [χώρην] Ἡρόδ. 5. 98 ἐς δόμους Σοφ. Τρ. 611· ἐπὶ θάλατταν Ξεν. Ἀν. 6. 3, 20 πρὸς ἤπειρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 737· μετὰ δοτικ. προσώπ., μόλις ὗμιν ἐσώθη Θεόκρ. 15. 4. 3) σ. τινὰ ἐκ φλοίσβοιο, ἐκ πολέμου Ἰλ. Ε. 469, Λ. 752· ἐκ ποταμοῦ Φ. 274· ἐκ θανάτοιο Ὀδ. Δ. 753, καὶ οὕτω παρ’ Ἀττικ.· ― ὡσαύτως, σ. τινὰ ἀπὸ στρατείας Αἰσχύλ. Ἀγ. 603· ― ἐν Ἰλ. Θ. 363, τειρόμενον σώεσκον... ὑπ’ ἀέθλων, ἡ ὑπὸ δύνατα νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ τειρόμενον· ― διὰ δεινῶν πραγμάτων σώζεσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 5, 8· ― καὶ μετὰ γεν., ἐχθρῶν σῶσαι χθόνα, νὰ σώσῃ αὐτὴν ἀπὸ τῶν ἐχθρ., Σοφ. Ἀντ. 1162· σῶσαί τινα κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 919· σωθῆναι κακῶν Εὐρ. Ὀρ. 779. ― Ἀμφότεραι αὗται αἱ συντάξεις δύνανται νὰ συνδυασθῶσι, σ. τινὰ ἐκ πολέμου ἐπὶ νῆας Ἰλ. Ρ. 452· ἐκ πολ. μετὰ νῆας Μ. 123 ἐξ Αἰγίνης δεῦρο Πλάτ. Γοργ. 511D. 4) μετὰ δοτ. προσώπ., διασῴζω χάριν τινός, καί μοι φίλον υἷα σάωσον Ὀδ. Δ. 765· θᾶκόν τινι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1517· ἡμῖν τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 357Α, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., σώζεταί τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1022, Ξεν. Ἀν. 8. 7, 56. 5) μετ’ ἀπαρεμφ., αἵ σε σώζουσι θανεῖν, αἵτινες σὲ σῴζουσιν ἐκ τοῦ θανάτου, Εὐρ. Φοίν. 600. 6) μετὰ μετοχῆς, σώζεσθαι φεύγοντες, διὰ τῆς φυγῆς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 51. 7) ἀπολ., τὰ σώζοντα, τὰ ὁποῖα πιθανῶς θέλουσι σῴσῃ, Δημ. 66 27· ἡ σώζουσα [[[ψῆφος]]] Λουκ. Ἁρμον. 3. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.