ἀλέω

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέω Medium diacritics: ἀλέω Low diacritics: αλέω Capitals: ΑΛΕΩ
Transliteration A: aléō Transliteration B: aleō Transliteration C: aleo Beta Code: a)le/w

English (LSJ)

(A), [ᾰ]: impf.

   A ἤλουν Pherecr.10.1: aor. ἤλεσα Id.183,Hp.Fist. 7, Steril.230, etc.; Ep. ἄλεσσα (κατ-) Od.20.109: pf. ἀλήλεκα AP11.251 (Nicarch.):—Pass., pf. ἀλήλεσμαι Hp. ap. Gal.19.76, Hdt.7.23; ἀλήλεμαι Th.4.26, Amph.9: aor. ἠλέσθην Dsc.1.120:—grind, bruise, Hom. only in compd. κατ-αλέω, q. v.; ἤλουν τὰ σιτία Pherecr.l.c.; βίος ἀληλεμένος civilized life, in which one uses ground corn and not law fruits, Amph. l.c.; ἄλει, μύλα, ἄλει grind, mill, grind ! Carm. Pop.43: metaph., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλαι, ἀλέουσι δὲ λεπτά Poet. ap. S.E.M.1.287.
ἀλέω (B), only in Med. ἀλέομαι, q.v.

German (Pape)

[Seite 94] (molo, ἀλέσω, ἀλῶ Moeris 17, ἤλεσα; ἀληλεκέναι Nicarch. 33 (XI, 251); ἀληλεσμένος σῖτος Her. 7, 23; Thuc. 4, 26, wo Bekk. ἀληλεμένος hat; Amph. XIV, 649 a; ἀλεσθείς Athen.; ἀλεστἐον Diosc.), mahlen, zermalmen, κἀχρυς Ar. Nub. 1340; ἤλουν τὰ σιτία Phereer. Ath. VI, 263 b; auch von der Mühle, ἄλει μύλα ἄλει Plut. Conv. sept. sap. 14; sprichwörtlich βίος ἀληλεσμένος, verfeinertes, bequemes Leben, Ath. a. a. O. Zenob. 1, 21; nach Snid. ἐπὶ τῶν ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων; s. ἀλήθω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέω: [ᾰ]: παρατατ. ἤλουν, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1˙ ἀόρ. ἤλεσα, ὁ αὐτ. Ἄδηλ. 18, Ἱππ., κτλ., Ἐπ. ἄλεσσα (κατ-), Ὀδ.: ― πρκμ. ἀλήλεκα, Ἀνθ. Π. 11. 251: ― Παθ. πρκμ. ἀλήλεσμαι, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26 (ἔνθα ὅμως ὁ Βεκκ. ἀλήλεμαι καὶ ὅτι οὗτος εἶναι ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς τύπος φαίνεται ἐκ τοῦ μέτρου, ἂν ὀρθῶς ὁ Meineke ἔχῃ αὐτὸ ἐν «Γυναικομανίᾳ» Ἄμφιδος 1.): ― ἀόρ. ἠλέσθην, Διοσκ. 1. 173, = Ἀλέθω, συντρίβω, κοπανίζω, κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν (ὅπερ κυρίως ἀνήκει εἰς τὸ καταλέω), Ὀδ. Υ. 109˙ ἤλουν τὰ σιτία, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., βίος ἀληλεμένος, βίος πεπολιτισμένος, καθ’ ὃν γίνεται χρῆσις ἀληλεσμένου σίτου καὶ οὐχὶ καρπῶν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει, ἴδε Meineke ἐν «Ἄμφιδι» ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλει, μύλα, ἄλει, ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, ᾆσμα παρὰ Πλουτ. 2. 157Ε, Bgk. Carm. Pop. Lyr. 43. (Ἐκ √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ ἀλήθω, ἀλίνω, ἀλείατα, ἀλετός, ἄλευρον (ἀλλ’ οὐχὶ ἄλφιτον), ἀλοάω, ἄλως, ἀλωή˙ ὁ Βούττμανος καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὴν ϜΕΛ ἐν εἴλω, ὅπερ ὑποστηρίζει καὶ ὁ τύπος οὐλαί (χονδροαλεσμένον κριθάρι). Ἄλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει ἴχνος τοῦ ϝ ἐν τῷ ἀλέω καὶ τοῖς παραγώγοις αὐτοῦ καὶ αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις ἐν τῇ Λατιν. καὶ ἄλλαι τινὲς ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἀπεβλήθη ἓν Μ, ὥστε ἡ ἐξ ἀρχῆς ῥίζα δυνατὸν νὰ ἦτο ΜΑΛ, ΜΟΛ, Λατ. molo, mola, κτλ.˙ ἴδε ἐν λ. μύλη). Ἐν χρήσει μόνον κατὰ τὸ μέσ. ἀλέομαι, ὃ ἴδε.