κωφός
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ή, όν,
A blunt, dull, obtuse, opp. ὀξύς, κ. βέλος Il.11.390, cf. E.Fr.495.27; κ. καλάμη AP12.25 (Stat.Flacc.). II metaph., 1 of sound, mute, noiseless, κύματι κωφῷ Il.14.16; κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει is maltreating dumb, senseless earth, 24.54; τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά the other parts sounded dull, opp. to the ringing of the hollow parts when struck, Hdt.4.200: neut. pl. as Adv., κωφὰ δὲ πόντος κεῖτο Orph.A.1103; ὁ κ. λιμήν, prob. the bay of Munychia, as opp. to the noisy Piraeus, X.HG2.4.31; κωφότερος ὁ ψόφος ἔσται, i.e. muffled, Aen.Tact.19; τῶν μεταλλικῶν κωφότατος [ὁ σίδηρος] rings least, Plu.2.721f; κωφοὶ ἄνεμοι D.S.3.51. 2 after Hom., of men or animals, dumb, Parm.6.7, etc.; καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω Orac. ap. Hdt.1.47; οὐ . . παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι, i.e. is not so dumb but that he will answer the blind fool who assails him, Cratin.6; κωφότερος κίχλης Eub.29; κ. χάρις a mute gift (sc. an epitaph), Epigr.Gr.298 (Teos); so κωφοῖς δάκρυσι IPE2.299 (Panticapaeum); κ. τάφοι prob. in IG12(8).441.26; κ. προσωπεῖον mute figure on the stage, Ph.2.520, cf. Plu.2.791e; κ. πρόσωπον Cic. Att.13.19.3; κ. καὶ ἄλογος, of a house, with no echoes, Luc.Dom. 1. b deaf, h.Merc.92, Heraclit.34.A.Th.202, Ch.881; λήθην κωφήν, ἄναυδον S.Fr.670; ὅσοι γίνονται κ. ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται Arist.HA536b3 (hence of a deaf and dumb person, Hdt.1.34, BGU 1196.49 (i B. C.), cf. Hsch.); c.gen., κωφὴ ἀκοῆς αἴσθησις Antiph.196.5, cj. in Pl.Lg.932a; κ. Ἑλλάδος φωνᾶς deaf of one's Greek ear, i.e. ignorant of Greek, Dialex.6.12; σπαράγματα κωφὰ τοῦ βεβαιοῦντος Plu.2.1108d. c metaph., νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει· τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά Epich.249; κ. πέτρος Moschio Trag.7; μαψαῦραι Call.Fr.67; ἐρημία D.S.3.40: neut. pl. as Adv., κωφὰ χλιαίνεσθαι feebly, AP12.125 (Mel.). 3 ὄμμα κ. vacant, lack-lustre eye, Arist.Phgn.807b23. 4 of the senses in general, dull, Thphr.Sens.19 (Comp.). 5 of the mind, dull, obtuse, ἐγὼ ὁ πάντα κ. S.Aj.911, cf. Pi.P.9.87; τὸ τῆς ψυχῆς ποιεῖν κ. Pl.Ti.88b: κωφοί, οἱ, 'the Dullards', title of satyr-play by Sophocles. b of things, senseless, unmeaning, obscure, κ. καὶ παλαί' ἔπη S.OT290; κ. διήγησις Plb.3.36.4, cf. 5.21.4; ὑπόνοια Phld.Mus.p.71 K.; σκῶμμα Plu.2.712a; but κ. εὐπραγίαι is prob.f.l.for κοῦφαι, D.C.38.27. Adv.-φῶς obscurely, Vett.Val.251.25: Comp. -ότερον, ἐνοχλεῖν less acutely, Phld.Vit.p.21 J.
German (Pape)
[Seite 1547] (κόπτω, wie obtusus), eigtl. stumpf, abgestumpft; κωφὸν βέλος, das stumpfe, kraftlose Geschoß, Il. 11, 390, Ggstz ὀξὺ βέλος; danach βέλεμνα Anacr. 40, 11; καλάμη Flacc. 2 (XII, 25). – Gew. – a) an der Zunge gelähmt, stumm; κωφὸν κῦμα, die stumme, geräuschlose Woge, Il. 14, 16, wie Rufin. 2 (V, 35); Ap. Rh. κῦμα κωφὸν καὶ ἄβρομ ον, 4, 153; a. sp. D.; vgl. κωφὸς λιμήν Xen. Hell. 2, 4, 22; καὶ ἄκλυστος Plut. philos. esse cum princ. 3; vgl. Zenob. 4, 68; κωφὴ γαῖα, die stumme, wenn sie geschlagen wird, nicht schreiende, d. i. unempfindliche Erde, Il. 24, 54; auch ἄνεμοι ἀβληχροὶ καὶ κωφοί, D. Sic. 13, 51; von einem Menschen, Her. 1, 34, der 1, 85 ἄφωνος heißt, wohl taubstumm, denn 1, 38 heißt es von ihm, er sei διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν; u. so erkl. VLL. ὁ κωφός, ὁ οὔτε λαλῶν οὔτε ἀκούων; vgl. auch Her. 1, 47; – Soph. sagt auch κωφὰ ἔπη, O. R. 290, neben παλαιά, verschollen, von denen man Nichts mehr hört. – b) stumpf von Gehör, taub; H. h. Herc. 92; ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας, ἢ κωφῇ λέγω; Aesch. Spt. 184, wie Ch. 869; bei den Attikern die herrschende Bdtg; ἀσθενές τε καὶ κωφὸν καὶ τυφλὸν γίγνεται Plat. Rep. III, 411 d; Phaedr. 270 e u. sonst; κωφὴν ἀκοῆς αἴσθησιν ἔχουσιν Antiphan. bei Ath. X, 450 f; Arist. H. A. 4, 9 bemerkt ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται; vgl. Ammon. – Uebh. – c) unempfindlich, stumpf an Geist, dumm; ὁ πάντα κωφός, ὁ πάντ' ἄϊδρις Soph. Ai. 894, Schol. τὰ πάντα ἀναίσθητος, wie auch Pind. P. 9, 90 gefaßt werden kann; Ar. Ach. 651 sagt von Alten οὐδὲν ὄντας, ἀλλὰ κωφοὺς καὶ παρεξηυλημένους, Plat. vrbdt τὸ τῆς ψυχῆς κωφὸν καὶ δυσμαθές, Tim. 88 b; κωφὴν καὶ ἀναίσθητον 75 e. – Bei Pol. 3, 36, 4 ist ἀνυποτακτος καὶ κωφὴ διήγησις eine unverständliche, vgl. 5, 21, 4; – Pythag. Ἑλλάδος φωνᾶς κωφός, der kein Griechisch sprechen kann.
Greek (Liddell-Scott)
κωφός: -ή, -όν, (κόπτω) πρβλ. τὸ Λατ. tusus, ῥιζικὴ σημασία, ἀμβλύς, ἐξησθενωμένος, ἀνίσχυρος, κωφὸν βέλος, τὸ ἀμβλύ, ἀδύνατον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὀξύ, Ἰλ. Λ. 390· κ. καλάμη Ἀνθ. Π. 12. 25. ΙΙ. μεταφ.· 1) ἐπὶ τῆς γλώσσης καὶ τῶν φωνητικῶν ὀργάνων, βωβός, ἄλαλος, κύματι κωφῷ, μὲ κῦμα βωβόν, ἀθόρυβον, δηλ. πρὶν ἢ θραυσθῇ, Ἰλ. Ξ. 11· κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει, ἀτιμάζει καὶ αὐτὴν τὴν ἄλαλον, δηλ. ἀναίσθητον γῆν (πρβλ. bruta tellus), Ω. 54· τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά, τὰ ἄλλα μέρη τοῦ ἐδάφους παρῆγον ἦχον ἀμβλύν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ζωηρὸν ἦχον τῶν κοίλων μερῶν κρουομένων, Ἡρόδ. 4. 200· ὁ κ. λιμήν, ἴσως ὁ λιμὴν τῆς Μουνιχίας κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν θορυβώδη τοῦ Πειραιῶς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 31· τῶν μεταλλικῶν κωφότατος (ὁ σίδηρος), ἠχεῖ ἐλάχιστον, Πλούτ. 2. 721Ε. 2) μεθ’ Ὁμ., ἐπὶ ἀνθρώπων, βωβός, ἄλαλος, καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· τὸ αὐτὸ πρόσωπον καλεῖται κωφὸς ἐν 1. 34, ἄφωνος ἐν 85, καὶ διεφθαρμένος τὴν ἀκοὴν ἐν 1. 38, ὥστε (ἂν μὴ αἱ μνημονευθεῖσαι τελευταῖαι λέξεις εἶναι γλώσσημα) ὁ Ἡρόδ. ἐξελάμβανε τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὸν κωφόν τε καὶ βωβόν, ἴδε κατωτ. β, καὶ πρβλ. Ἡσύχ.· οὐ μέν τοι παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 3· κωφὴ χάρις, ἄλαλον δῶρον, δηλ. ἐπιτάφιος, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 298· οὕτω, κωφοῖς δάκρυσι αὐτόθι 268. 26., 252. 6· κ. πρόσωπον βωβὸν πρόσωπον ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 337Ε· ― μεταφ., κωφὰ ἔπη, βωβά, λησμονημένα, Σοφ. Ο. Τ. 290 (ἐκτὸς ἂν ἑρμηνεύσωμεν: ἄνευ σημασίας, ἀνόητα, ἴδε κατωτ. 5). β. κωφός, βεβλαμμένος τὴν ἀκοήν, Λατ. surdus, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 92, Αἰσχύλ. Θήβ. 202, Χο. 881· λήθην κωφήν, ἄναυδον Σοφ. Ἀποσπ. 505· ὅσοι κ. ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16· ― μετὰ γεν., κωφὴν δ’ ἀκοῆς αἴσθησιν ἔχουσιν Ἀντιφ. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 5, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 932Α· Ἑλλάδος φωνᾶς κωφός, κωφὸς ὡς πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, δηλ. ἀγνοῶν τὴν Ἑλληνικήν, Ἀποσπ. Πυθαγ., πρβλ. Πλούτ. 2. 1108D. γ. μεταφ., κ. πέτρος Μοσχίων παρὰ Στοβ. 1. 125, 14· μαψαῦραι Καλλ. Ἀποσπ. 67· ἐρημία Διόδ. 3. 40· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κωφὰ χλιαίνεσθαι, ἀσθενῶς, Ἀνθ. Π. 12. 125. 3) ἀσθενὴς τὴν ὅρασιν, ἀμβλεῖαν ἔχων ὅρασιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 4. 4) ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, ἀμβλύς, ἀσθενής, ἀδύνατος, Θεοφρ. Σημ. 19. 5) ἐπὶ τῆς διανοίας, ἀμβλύνους, βλάξ, ἠλίθιος, Λατ. fatuus, ἐγὼ ὁ πάντα κ. Σοφ. Αἴ. 911, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 151, Πλάτ. Τίμ. 88Β· ― καὶ ὅπως ἐπὶ πραγμάτων, ἀνόητος, μηδεμίαν ἔχων σημασίαν (ἀνωτ. Ι), κ. καὶ παλαί’ ἔπη Σοφ. Ο. Τ. 290· κ. διήγησις Πολύβ. 3. 36, 4, πρβλ. 5. 21, 4· σκῶμμα Πλούτ. 2. 712Α· εὐπραγίαι Δίων Κ. 38. Ἴδε ἐν λέξ. τυφλός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
A. litt. émoussé : βέλος κωφόν IL trait émoussé, sans force ; γαῖα κωφή IL la terre insensible;
B. p. suite :
I. silencieux, qui résonne sourdement : κύματι κωφῷ IL vague silencieuse (avant qu’elle ne se brise);
II. sourd;
III. sourd et muet;
IV. faible d’esprit, inintelligent, sot, stupide;
V. en parl. de ch. sans valeur, càd :
1 oublié : κωφὰ καὶ πάλαια ἔπη SOPH paroles sans valeur et anciennes;
2 qui n’a pas de sens : κωφὸν σκῶμμα PLUT raillerie insignifiante;
3 difficile à comprendre, inintelligible, obscur;
Cp. κωφότερος, Sp. κωφότατος.
Étymologie: R. Κοπ, v. κόπτω ; cf. lat. ob-tusus.