Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κύανος

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύᾰνος Medium diacritics: κύανος Low diacritics: κύανος Capitals: ΚΥΑΝΟΣ
Transliteration A: kýanos Transliteration B: kyanos Transliteration C: kyanos Beta Code: ku/anos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ (later ἡ, v. infr. 1.3, 7),

   A dark-blue enamel, esp. used to adorn armour, δέκα οἶμοι μέλανος κυάνοιο Il.11.24, cf. 35; πτύχες κυάνου Hes.Sc.143; also θριγκὸς κυάνοιο, of a cornice, Od.7.87; so perh. in IG12.367.7, 42(1).102.244 (Epid.).    2 lapis lazuli, κ. αὐτοφυής (opp. σκευαστός) Thphr.Lap.39, al., Dsc.5.91, etc. (perh. also in Pl.Phd.113c); κ. ἄρρην, θῆλυς, Thphr.Lap.31: also an imitation made in Egypt, ib.55.    3 blue copper carbonate, Hp.Cord.2, Gal.12.233 (ὁ and ἡ), Luc.Lex.22; βαπτὴ κ. AP6.229 (Crin.).    4 blue cornflower, Plin.HN21.68.    5 a bird, perh. blue thrush, Turdus cyanus, Arist.HA617a23, Ael.NA4.59.    6 sea-water, Hsch.    7 fem., the colour blue, Alex.Aphr.in Mete.162.4.    II as Adj., = κυάνεος, Nic.Th.438 (unless κυανός as in Phlp.in GC23.11, codd. Pl.l.c.): Comp. -ώτερος Anacreont.16.11: Sup. -ώτατος Philostr. Im.1.6. [ῡ in dactylic verses, metri gr., cf. κυάνεος, etc.]

German (Pape)

[Seite 1521] ὁ, dunkelblau angelaufener Stahl, zur Verzierung bei Metallarbeiten, bes. bei Waffen u. Rüstungen angewendet; so laufen über Agamemnons Brustpanzer δέκα οἶμοι μέλανος κυάνοιο, zehn Streifen dunkles, blaues Stahls, Il. 11, 24, wie auf Herakles' Schilde πτύχες κυάνου Hes. Sc. 143; auch an der Wand kommt ein solcher Fries vor, θριγκὸς κυάνοιο, Od. 7, 87; obwohl schon alte Erkl. in den homerischen Stellen nur die dunkelblaue Farbe ohne Bezeichnung des Stoffes verstanden. – Von der Farbe heißen so – a) die blaue Kornblume, gew. ἡ κύανος, Mel. 1 (IV, 1, 40) u. a. Sp. – b) der Lazurstein, Plat. Phaed. 113 b, wo κυανός accentuirt ist, eine Accentuation, die sich auch sonst findet; Luc. Lexiph. 22; Diosc. u. A.; auch blauer Kupferocker; blaue Farbe zum Anstreichen, Paus. 5, 11, 2. – c) die blaue Amsel; Arist. H. A. 9, 21; Ael. N. A. 4, 59. – Ein compar., κυανώτερος θανάτου πτύελος, Luc. philopatr. 21; κυανώτατον νᾶμα Philostr. – [Υ, welches an sich kurz ist, wird in Zusammensetzungen von Dichtern zuweilen lang gebraucht, wenn noch zwei Kürzen darauf folgen.]

Greek (Liddell-Scott)

κύανος: -ου, ὁ, ὕλη τις ἔχουσα χρῶμα βαθὺ κυανοῦν, ἣν κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους μετεχειρίζοντο πρὸς καλλωπισμὸν ἔργων ἐκ μετάλλου, ἰδίως ὅπλων καὶ πανοπλιῶν· οὕτως ἐπὶ τοῦ θώρακος τοῦ Ἀγαμέμνονος ὑπῆρχον δέκα οἶμοι μέλανος κυάνοιο… κυάνεοι δὲ δράκοντες, ἴρισσιν ἐοικότες, ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν, ἐξετείνοντο πρὸς τὸν λαιμὸν (ἴδε κατωτ.), Ἰλ. Λ. 24 κἑξ.· οὕτως ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἡρακλέους ὑπῆρχον πτύχες κυάνου, Ἀσπ. Ἡρ. 143· καὶ ἐν Ὀδ. Η. 87, θριγκὸς κυάνοιο ἦτο ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας. Τὸ χρῶμα τῆς ὕλης ταύτης ἦτο ἀναμφιβόλως βαθὺ κυανοῦν (κυανοῦ χρώματος λευκῷ κεραννυμένου γλαυκὸν ἀποτελεῖται Πλάτ. Τίμ. 68C), ἀπαστράπτον ἐν τῷ φωτὶ καὶ ποικιλλόμενον (ἴρισσιν ἐοικώς, ἴδε κατωτ.)· πρβλ. κυάνεος, κυανοχαίτης, κτλ. Τί ἦτο ἡ ὕλη αὕτη εἶναι ἀμφίβολον. Γενικῶς νομίζεται ὅτι ἦτο κυανοῦς χάλυψ καί, εἰ καὶ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ὁ σίδηρος ἦτο σχετικῶς ἐν ὀλίγῃ χρήσει, ἡ τέχνη ὅμως τοῦ σκληρύνειν αὐτὸν δὲν ἦτο ἄγνωστος, ἴδε σίδηρος. Παρὰ Θεοφρ. εἶναι τὸ lapis lazuli, ἴσως ἡ «γαλαζόπετρα», Θεοφρ. π. Λίθ. 31, κτλ., καὶ ἴσως τὸ αὐτὸ ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 113C. Κατὰ τὸν Θεόφρ.: καλεῖται δὲ κύανος ὁ μὲν ἄρρην ὁ δὲ θῆλυς· μελάντερος δὲ ὁ ἄρρην π. Λιθ. 31· παραβάλλει τὸν σάπφειρον πρὸς τὸν ἄρρενα κύανον, 37· λέγει ὅτι εἶναι ἐξ ἄμμου, τὰ δὲ οἷον ἄμμου καθάπερ χρυσόκολλα καὶ κύανος 40· καὶ ὅτι ὁ κύανος ἦτο ὁ μὲν αὐτοφυὴς ὁ δὲ σκευαστὸς ὥσπερ ἐν Αἰγύπτῳ 55· ἦτο ὡσαύτως καὶ εἶδος βερνικίου παρασκευαζομένου ἐξ ἀνθρακικοῦ χαλκοῦ, Ἱππ. 268. 31, Λουκ. Λεξιφ. 22, Παυσ. 5. 11, 12, Ἀνθ. Π. 6. 229 (ἔνθα εἶναι θηλ.). 2) ὡς θηλ. κυανοῦν τι ἄνθος φυόμενον ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῷ σίτῳ ἢ ταῖς ζειαῖς, αὐτόθι 4. 1, 40, Πλίν. 21. 39. 3) εἶδος πτηνοῦ, Tichodroma muraria, καλουμένου οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21, Αἰλ. π. Ζ. 4. 59. 4) θαλάσσιον ὕδωρ, Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = κυάνεος, Νικ. Θηρ. 438· συγκριτικόν τι καὶ ὑπερθ. κυανώτερος, -ώτατος, ἀπαντῶσι παρὰ Φιλοστρ. 772, Ἀνακρεοντ. 29, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 21. (Ἴσως συγγενὲς τῷ Σανσαρ. ←yan-as (smoke), ←yâmas (dark)· Λιθ. szemas (φαιός), καὶ ἴσως ὡσαύτως τῷ κύαμος (κύαμοι μελανόχροες Ἰλ. Ν. 589).) Τὸ ῠ μηκύνεται ἐν δακτυλικοῖς στίχοις χάριν τοῦ μέτρου, πρβλ. κυάνεος, κυανόπρῳρος, κυανοχαίτης, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 substance d’un bleu sombre employée pour colorer les ouvrages en métaux (armes, boucliers, etc.);
2 sorte de minerai bleu employé en teinture;
3 oiseau à plumage bleu.
Étymologie: cf. skr. çjâmas « obscur », çjânas « fumée ».