κεύθω
English (LSJ)
fut.
A κεύσω Od.3.187: aor. 1 ἔκευσα (ἐπ-) 15.263: Ep. aor. κύθε [ῠ] 3.16, Eratosth.4, redupl. subj. κεκύθω [ῠ] Od.6.303: pf. κέκευθα Il.22.118: plpf. ἐκεκεύθειν, κεκ-, Od.9.348, Hes.Th.505:— Pass., Il.23.244, etc.: pf. κέκευται Hsch., part. κεκυθ<η>μένη Antim. 3. (Perh. cogn. with Lat. custos, OE. hýdan 'hide'.):—poet. Verb, cover, hide, esp. of the grave, ὅπου κύθε γαῖα where earth covered him, Od.3.16 (also in Pass., εἰς ὅ κεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι, i.e. till I am in the grave, Il.23.244); ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κ. A.Pr.570 (lyr.), cf.E.Hec.325; ὁπότ' ἄν σε δόμοι κεκύθωσι, i.e. when thou hast entered the house, Od.6.303, cf. S.OT1229, E.Hec.880: in pf., contain, ὅσα πτόλις ἥδε κέκευθε Il.22.118; οἷόν τι ποτὸν . . νηῦς ἐκεκεύθει Od.9.348; Ἀρχεδίκην ἥδε κέκευθε κόνις Simon.111, cf. 95; εἴπερ τόδε κ. αὐτὸν τεῦχος, of a cinerary urn, S.El.1120, cf. A.Ch.687; ἂ κ. δέλτος ἐν πτυχαῖς E.IA112:—Med., Epigr.Gr.1081 (Ilium). 2 conceal, and in pf., keep concealed or hidden, δόλῳ δ' ὅ γε δάκρυα κεῦθεν Od.19.212; ὅς χ' ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσὶν ἄλλο δὲ εἴπῃ Il.9.313; μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθε Od.3.18, cf. 8.548, 24.474; οὐκέτι κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα no more can ye disguise your eating and drinking, 18.406; κ. φόνον Emp.100.5; κ. [τι] ἔνδον καρδίας A.Ch.102, cf. 739; σιγῇ κ. S.Tr.989 (anap.); κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ E.Ph.1214; μῦθος ὃν κεύθω Id.Supp.295; τί κεύθων . . σοφόν; Id.Heracl.879; κ. μῆνιν cherish anger, like πέσσειν χόλον, ib.762 (lyr.); πάντα δόλον κεύθοισα v.l.in Theoc.1.50. 3 c. dupl. acc., οὐδέ σε κεύσω [ταῦτα] nor will I keep them secret from thee, Od.3.187, cf. Eratosth.l.c. II in Trag. sts. intr., to be concealed, lie hidden, S.OT968, Aj.635 (lyr.): esp. in pf., A.Th.588, S.Ant.911, El.868 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1427] κεύσω, aor. II. ἔκυθον, wozu der conj. κεκύθω gehört, Od. 6, 303, perf. κέκευθα mit Präsensbedeutung, s. unten; – 1) bergen; – a) in sich fassen; ὁπότ' ἄν σε δόμοι κεκύθωσι καὶ αὐλή, aor. in der Bedeutung des Anfangens, wenn Hof und Haus dich aufgenommen haben werden, d. i. wenn du im Hause bist, Od. 6, 303; νίψαι καθαρμῷ τήνδε τὴν στέγην ὅσα κεύθει Soph. O. R. 1229; εἴπερ τόδε κέκευθεν αὐτὸν τεῦχος El. 1109, von dem Aschenkruge; ἃ δὲ κέκευθε δέλτος ἐν πτυχαῖς Eur. I. A. 112. Daher von dem Grabe, das den Todten umschließt, in sich verbirgt, ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει Aesch. Prom. 570; ähnl. λέβητος χαλκέου πλευρώματα σποδὸν κέκευθεν ἀνδρός Ch. 676; ὧν ἥδε κεύθει σώματ' Ἰδαία κόνις Eur. Hec. 325; oft in Grabschriften, Anth.; so auch Od. 3, 16 ὅπου κύθε γαῖα, wo deinen Vater die Erde in ihren Schoß aufnahm, d. i. wo er begraben liegt; pass., εἰσόκεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι, bis ich in der Unterwelt verborgen, begraben bin, Il. 23, 244. – b) verbergen, verhehlen, verschweigen; δόλῳ δ' ὅγε δάκρυα κεῦθε Od. 19, 212; μηδὲ σὺ κεῦθε νοήμασι κερδαλέοισιν 8, 548; vgl. Il. 9, 313 ὅς χ' ἕτερον μὲν κεύθει ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ βάζει; εἰπέ μοι εἰρομένῃ, τί νύ τοι νόος ἔνδοθι κεύθει Od. 24, 473; οὐκέτι κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα 18, 406, d. i. ihr verhehlet nicht, daß ihr euch in Speis' u. Trank übernommen habt; c. acc. der Person, vor Einem verborgen halten, verschweigen, δαήσεαι οὐδέ σε κεύσω 3, 181; vgl. ὅ μιν κύθε φώριον ἄγρην Eratosth. bei Schol. Ap. Rh. 3, 802; – μὴ κεύθετ' ἔνδον καρδίας, verbergt es nicht in eurem Herzen, Aesch. Ch. 100; ἐντὸς ὀμμάτων γέλων κεύθουσα 728; κρυφῇ δὲ κεῦθε Soph. Ant. 85; κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ Eur. Phoen. 1220; sp. D., wie Theocr. 1, 50. – Das perf. hat Präsensbdtg, in sich verborgen halten; ὅσσα πόλις ἤδε κέκευθεν Il. 22, 118; ἥν τινα μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθεν Od. 3, 18; so das plusqpf. 9, 348; Anth., z. B. IX, 188. – 2) bei den Tragg. auch intraus., verborgen sein; bes. von den Todten; ὁ δὲ θανὼν κεύθει κάτω δὴ γῆς Soph. O. R. 968; Ἅιδᾳ κεύθων Ai. 622; häufiger im perf., κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός Aesch. Spt. 570, μητρὸς δ' ἐν Ἅιδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν Soph. Ant. 902, vgl. O. C. 1520. – S. auch κρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κεύθω: (ἴδε κευθάνω): μέλλ. κεύσω Ὀδ.: ἀόρ. α΄ ἔκευσα (ἐπ-) Ὀδ. Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλ. ἀόρ. β΄ ὑποτ. κεκύθω Ὀδ. Ζ. 303: πρκμ. κέκευθα Ὅμ.: ὑπερσ. ἐκεκεύθειν, κεκ-, Ὀδ. Ι. 348, Ἡσ. Θ. 505. ― Παθ., Ὅμ. (Ἐκ τῆς √ΚΥΘ παράγονται «ὡσαύτως κεῦθος, κευθμών· πρβλ. Σανσκρ. guh, guh-ami (celo)· guh-â (latebra)· gûdh-a (coöpertus)· Λατικ. custosι Ἀγγλο-Σαξον. hyd-an (κρύπτω, κρύπτομαι, Ἀγγλ. hide)· Ἀρχ. Γερμαν. huotj-an (hüten), hut-ta (hutte, hut). Ποιητ. ῥῆμα, καλύπτω ἐντελῶς, κατακαλύπτω, ἀποκρύπτω (ἴδε τὴν λέξ. κρύπτω ἐν τέλ.), ἰδίως ἐπὶ τοῦ τάφου, ὅπου κύθε γαῖα, ὅπου ἡ γῆ τὸν ἐκάλυπτεν, Ὀδ. Γ. 16, καὶ ἐν τῷ παθ., εἰσόκεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι, δηλ. ἕως οὗ καταβῶ εἰς τὸν ᾍδην, Ἰλ. Ψ. 244· οὕτως, ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κ. Αἰσχύλ. Πρ. 571, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 325· ὡσαύτως, ὁπότ’ ἄν σε δόμοι κεκύθωσι, δηλ. ὁπόταν εἰσέλθῃς εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Ζ. 303, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1229., Εὐρ. Ἑκ. 880· ― ἐν τῷ πρκμ., περιέχω, περιλαμβάνω, ὡς τὸ στέγω, ὅσσα πτόλις ἥδε κέκευθεν Ἰλ. Χ. 118· οἷόν τι ποτόν... νηῦς ἐκεκεύθει Ὀδ. Ι. 348· Ἀρχεδίκην ἥδε κέκευθε κόνις Σιμωνίδ. παρὰ Θουκ. 6. 59· εἴπερ τόδε κέκευθεν αὐτὸν τεῦχος, ἐπὶ τεφροδόχου λάρνακος, Σοφ. Ἠλ. 1120, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 687, Εὐρ. Ι. Α. 112· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1081. 2) ἀποκρύπτω, καὶ ἐν τῷ πρκμ. διατηρῶ τι κεκρυμμένον ἢ κρυπτόν, δόλῳ δ’ ὅγε δάκρυα κεῦθεν Ὀδ. Τ. 212· ὅς χ’ ἕτερον μὲν κεύθει ἐνὶ φρεσὶ ἄλλο δὲ βάζει Ἰλ. Ι. 313· μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθεν Ὀδ. Γ. 18, πρβλ. Θ. 548, Ω, 474· οὐκέτι κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα, δὲν δύνασθε πλέον νὰ κρύψητε.., Σ. 406 ― οὕτω, κ. φόνον Ἐμπεδ. 347· κ. τι ἔνδον καρδίας Αἰσχύλ. Χο. 102, πρβλ. 739· σιγῇ κ. Σοφ. Τρ. 989· κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ Εὐρ. Φοίν. 1214· μῦθος ὃν κεύθω ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 295· τί κεύθων... σοφόν; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 879· κ. μῆνιν, ὑποθάλπω, ὑποτρέφω τὴν ὀργήν, ὡς τὸ πέσσειν χόλον, αὐτόθι 762. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ., οὐδέ σε κεύσω ταῦτα, οὐδὲ θὰ κρύψω ἀπὸ σοῦ, Ὀδ. Γ. 187, πρβλ. Ἐρατοσθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. Παρὰ Τραγ. ἐνίοτε ἀμεταβ., εἶμαι κεκρυμμένος, Σοφ. Ο. Τ. 968, Αἴ 653· ― ἰδίως ἐν τῷ πρκμ., Αἰσχύλ. Θήβ. 589, Σοφ. Ἀντ. 911, Ἠλ. 868.
French (Bailly abrégé)
f. κεύσω, ao.2 ἔκυθον, pf. κέκευθα;
I. tr. 1 cacher, renfermer, tenir caché ou renfermé, contenir;
2 fig. renfermer dans son cœur, dans sa pensée : τινά τι, cacher qch à qqn;
II. intr. être caché, renfermé ; κέκευθα être caché, d’où être sous la terre.
Étymologie: R. Κυθ, cacher.