γοῦν
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
or γ' οὖν, Ion. and Dor. γῶν (γε οὖν); restrictive Particle with an inferential force,
A at least then, freq. scarcely distinguishable from simple γε: twice in Hom. (with a second γε added), εἴ γ' οὖν ἕτερός γε φύγῃσιν Il.5.258; μὴ ἐμέ γ' οὖν οὗτός γε 16.30 (so ἔοικα γοῦν τούτου γε . . σοφώτερος εἶναι Pl.Ap.21d); freq. later, δοκέων πάγχυ δευτερεῖα γῶν οἴσεσθαι Hdt.1.31; γνώσει . . ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν A. Ag.1425, cf. 432 (lyr.), etc.; freq. in adducing an instance, or a fact giving rise to a presumption, Heraclit.58, Th.1.2, X.Cyr.1.5.8; τὸν γοῦν ἄλλον χρόνον in past time at all events, D.20.16; emphasizing a personal or possessive pronoun, τὸ γ. ἐμόν S.OT626, cf. Ant.45; introducing an apodosis, Pl.Alc.1.112b; simply emphatic, why yes, E.Ph.618, Pl.Sph.219d, etc.; each Particle has its full force in τὰς γοῦν Ἀθήνας οἶδα well (οὖν), I know Athens (γε), S.OC24:—freq. separated by a word, πάνυ γ' ἂν οὖν Ar.Ec.806, cf. Th.1.76, etc.:— rarely γε οὖν in full, D.H.2.56 codd. (The negat. form is οὔκουν . . γε.)
German (Pape)
[Seite 503] d. i. γὲ οὖν, 1) wenigstens also, einschränkend u. folgernd, doch häufig so, daß die Folgerungwenig hervortritt, wenigstens, nachdrücklicher als γέ; so Hom. an den beiden Stellen, an denen er das Wort hat: Iliad. 5, 258 εἰ γοῦν ἕτερός γε φύγῃσιν, Bekker εἴ γ' οὖν; 16, 30 μὴ ἐμὲ γοῦν οὗτός γε λάβοι χόλος, Bekker ἔμεγ' οὖν, Oft bei Att.; τὴν γοῦν φλόγα αἰδεῖσθ' ἄνακτος Ἡλίου Soph. O. R. 1425; κατὰ γοῦν ἐμὴν δόξαν Plat. Rep. X, 613 b; ὡς γοῦν ὁ λόγος σημαίνει I, 334 a; ἔφευγον γοῦν Xen. An. 3, 2, 17; bes. oft bei pron. pers. u. demonstrat. – 2) wie γέ bekräftigend, allerdings, freilich bes. in Antworten; πῶς οὐκ ὀλεῖ καὶ τόνδε; – δόξῃ γοῦν ἐμῇ Soph. Tr. 725; φαίνεται γοῦν ἐκ τῶν εἰρημένων Plat. Soph. 219 d, öfter; ironisch, Eur. Phoen. 627; Ar. Th. 845 Eccl. 794. – 3) bei Anführung eines Beweises, eines Beispieles, wenigstens, τὴν γοῦν Ἀττικὴν – ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεί Thuc. 1, 2; Xen. Cyr. 2, 2, 8. Bei Sp. geradezu für γάρ od. δέ. – Auch getrennt steht γέ – οὖν, z. B. γ' ἂν οὖν Eur. Med. 504; Thuc. 1, 76 u. sonst; τὸν μέν γε οὖν Plat. Polit. 257 d; vgl. Euthyd. 299 d.
Greek (Liddell-Scott)
γοῦν: ἤ γ᾿ οὖν, Ἰων. καὶ Δωρ. γῶν· (γε οὖν) μόριον ἐλαττωτικὸν ἢ περιοριστικόν, μετὰ δυνάμεως συμπερασματικῆς, = τοὐλάχιστον λοιπόν, τοὐλάχιστον, ἐπὶ τέλους, ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ τὸ πρᾶγμα· ἀλλὰ συχνάκις μόλις διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἀπλοῦ γε· παρ᾿ Ὁμ. μόνον δίς, γ᾿ οὖν (μετὰ προσθήκης ἑτέρου γε), εἴ γ᾿ οὖν ἕτερός γε φύγῃσιν Ἰλ. Ε. 258· μὴ ἐμέ γ᾿ οὖν οὗτός γε Π. 30· (οὕτως, ἔοικα γοῦν τούτου γε... σοφώτερος εἶναι Πλάτ. Ἀπολ. 21D)· ἀλλὰ συχν. μεταγεν., δοκέων πάγχυ δευτερεῖα γῶν οἴσεσθαι Ἡρόδ. 1. 31· γνώσει... ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1425, πρβλ. 432, κτλ.· ἐνίοτε τίθεται οὕτως ὡς ἐὰν ἦτο ἐγκλιτικόν , ὡς τὸ γε, πρὸς γοῦν ἐμοῦ Σοφ. Αἴ. 527·― πολλάκις ὅταν ἀναφέρηται παράδειγμα, συχν. παρ᾿ Ἀττ., π.χ. Θουκ. 1. 2, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 8· τὸν γοῦν ἄλλον χρόνον, κατὰ τὸ παρελθὸν τοὐλάχιστον, Δημ. 462. 1·― συχνάκις ὡσαύτως ἐν ἀποκρίσεσι=τῇ ἀληθείᾳ, μάλιστα, βεβαίως, τὰς γοῦν Ἀθήνας οἰδα Σοφ. Ο. Κ. 24, πρβλ. Ο. Τ. 626, Ἀντ. 45, Εὐρ. Φοιν. 618, Πλάτ. Σοφ. 219D, κτλ. Συχνάκις διαχωριζόμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως εἰς τὰ δύο συνθετικά, πάνυ γ᾿ ἄν οὖν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 806, πρβλ. Θουκ. 1.76, κτλ.·― ἀλλ᾿ ἐν παρατάξει: γε οὖν μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον Διον. Ἁλ. 2. 56.
French (Bailly abrégé)
particule toujours placée après un mot, marque :
1 une restriction : du moins certes ; au moins certes ; ce qui est sûr au moins, c’est que;
2 une affirmation, surt. dans les réponses : certes, certes oui;
3 une transition : par exemple.
Étymologie: pour γε οὖν.