φθονέω

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθονέω Medium diacritics: φθονέω Low diacritics: φθονέω Capitals: ΦΘΟΝΕΩ
Transliteration A: phthonéō Transliteration B: phthoneō Transliteration C: fthoneo Beta Code: fqone/w

English (LSJ)

aor. ἐφθόνησα, later

   A ἐφθόνεσα LXX To.4.7, JHS46.45 (Athens, iii/iv A.D.), AP5.303, 7.607 (Pall.), Nonn.D.3.159:—Med., fut. in pass. sense φθονήσομαι D.47.70:—Pass., fut φθονηθήσομαι X.Hier.11.15: aor. ἐφθονήθην E.El.30, X.Mem.4.2.33, etc.: pf. part. ἐφθονημένος J.AJ6.11.10, Vett.Val.330.2: (φθόνος):—bear ill-will or malice, grudge, be envious or jealous,    I abs., εἴ περ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω φθονέουσα Il.4.55,56; κρείττων δόξα τῶν φθονούντων too high for envy, D.3.24; εἰ πέφυκε φθονεῖν τὸ θεῖον (cf. φθονερός 1.2) Arist.Metaph.982b32: c. acc. etinf., οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι I do not grudge that any should give thee, Od. 18.16; οὐ φθονῶ σ' ὑπεκφυγεῖν S.Ant.553; τὸ μὲν σὸν οὐ φθονῶ καλῶς ἔχειν E.Med.312; ἐφθόνησαν [οἱ θεοὶ] ἄνδρα ἕνα βασιλεῦσαι Hdt.8.109; ἔφη (sc. ὁ Σωκράτης) φθονεῖν τοῦς ἐπὶ ταῖς φίλων εὐπραξίαις ἀνιωμένους X.Mem.3.9.8; ὁ φθονῶν ἐπὶ κακοῖς τοῖς τῶν πέλας ἡδόμενος Pl.Phlb.48b.    2 c. dat. pers., πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ Hes.Op.26; οὐ φ. ἀγαθοῖς Pi. P.3.71; φ. φασὶ μητρυιὰς τέκνοις E.Ion1025; τισὶ φ. καὶ δυσμενῶς ἔχειν Isoc.12.241, cf. 8.13; freq. with part. added, φ. τινὶ εὖ πρήσσοντι to envy him for his good fortune, Hdt.7.236,237; παιδικοῖς φ. οὐσίαν κεκτημένοις Pl.Phdr.240a, cf. Lys.27.11; without a Noun expressed, καλῶς πράττουσι, πλουτοῦντι φ., Isoc.1.26, Lys.21.15, etc.: c. dat. rei, φ. τοῖς ἀγαθοῖς τινος X.Cyr.2.4.10 (v.l. ἐπὶ τοῖς ἀγ., cf. Isoc. 1.26; ἐφ' οἷς ἕτεροι ποιήσαντες ἐτιμήθησαν φ. D.20.151): c. gen. rei, τοῦ εὐτυχέειν φθονέουσι καὶ τὸ κρέσσον στυγέουσι Hdt.7.236; οὐδέ τί σε χρὴ ἀλλοτρίων φθονέειν to be envious because of other men's goods Od.18.18: c. dat. pers. et gen. rei, bear a grudge against a person on account of a thing, E.HF1309.    3 resent, c. gen., τῆς δοκήσεως τῶν κερδῶν Th.3.43: c. dat. rei, feel righteous indignation at, ταῖς εὐπραγίαις τινῶν Isoc.8.124; also c. dat. pers., Id.4.184, D.28.18.    b φ. τινὶ folld. by ει... or ἐάν . . take it ill or amiss that... Hdt.3.146, X.HG2.4.29; μή μοι φθονήσητ', ει . . Ar.Ach.496: abs., φ. ἐάν τις . . Lys.3.9; φθονεῖς ἄπαις οὖσ', εἰ . . E.Ion1302; also φ. τινὶ ὅτι... X.Cyr.3.1.39; φ. ὅτι . . Lys. 24.3, dub.l. in 18.16.    II refuse from feelings of envy or ill-will, grudge, c. inf., οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Od.11.381; μὴ φθόνει κιρνάμεν Pi.I.5(4).24; φράσαι E.Med.63; σαυτὸν ἐπιδοῦναι Ar.Th.249; μὴ φθονήσῃς is freq. in dialogue, do not refuse to do a thing, μὴ φ. διδάξαι Pl.R.338a, cf. Hp.Mi.372e, Smp. 223a; also μὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι Id.Grg.489a; μὴ φθονήσῃς alone, Id.Prt.320c; δῆλον ὅτι οὐ φθονήσει Ἱππίας ἀποκρίνεσθαι Id.Hp.Mi.363c; οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα Id.Ap.33a: c. part., μηδέ μοι φθόνει λέγων A.Th.480 (nisi leg. λόγων): c. acc. et inf., τί φθονέεις . . ἀοιδὸν τέρπειν; Od.1.346: c. dat. et inf., τῇ δ' οὐκ ἂν φθονέοιμι . . ἅψασθαι 19.348; οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος A.Th. 236.    2 grudge, refuse to grant a thing, φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν, μήτ' εἴ τινα . . μαντικῆς ἔχεις ὁδόν S.OT310: c. dat. pers. et gen. rei, οὔ τοι ἡμιόνων φθονέω Od.6.68; μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων A.Pr.583 (lyr.), cf. E.Hec.238; μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Pl.Euthd.297b, cf. X.Cyr.8.4.16; φ. τοῖς ἑαλωκόσι τῆς σωτηρίας Plb.6.58.5: c. gen. rei only, to be grudging of a thing, πέπλων, καρποῦ, E.HF333, Pl.Mx.238a; μηδ' ὀλίγης φθονέσῃς γαίης JHS l. c.    III Pass., to be envied or begrudged, Hdt.3.52, S.Fr.188, E.El.30; διὰ σοφίαν φ. ὑπό τινος X.Mem.4.2.33; ἐπ' ἐσθλοῖς E.Fr. 814 (lyr.); φθονηθέντα ὑπὸ Μοίρης JRS18.30 (Phrygia): c. gen., to be grudged a thing, φ. τοῦ γάμου ὑπὸ δαιμονίου τινός Plu.2.772b.

German (Pape)

[Seite 1272] 1) neidisch sein, Neid, Mißgunst hegen, Il. 4, 55. 56. – 2) beneiden, mißgönnen, vorenthalten, c. dat. der Person, Pind. I. 3, 71, und c. gen. der Sache, Od. 6, 68. 17, 400; Hes. O. 26; Her. 7, 236. 237; μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων Aesch. Prom. 586; Eur. Hec. 238 u. öfter; Plat. καὶ μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Euthyd. 297 b, u. A.; aber auch c. acc. der Sache, φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν, μήτ' εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν Soph. O. R. 310; selten ἐπί τινι, Xen. Cyr. 2, 4,10; – φθονεῖς, εἰ πατὴρ ἐξεῦρέ με Eur. Ion 1302; u. so mit folgdm εἰ u. ἐάν Plat. Rep. VII, 528 a IX, 579 d u. A.; mit ὅτι, Xen. Cyr. 3, 1,39; – c. inf., οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι, ich will mich nicht weigern zu erzählen, Od. 11, 381; μὴ φθόνει κιρνάμεν Pind. I. 4, 26; vgl. Aesch. Spt. 218, der auch μηδέ μοι φθόνει λέγων vrbdt, 462; ἐπειδὴ σαυτὸν ἐπιδοῦναι φθονεῖς Ar. Th. 249; und in Prosa, μὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι τοῦτο Plat. Gorg. 489 a, Rep. I, 338 a Ion 530 d; ἐφθόνουν οἱ παλαιοὶ διδάσκειν νεωτέρους, die Alten wollten die Jüngern aus Mißgunst nicht unterrichten; u. mit folgdm acc. c. inf., τί τ' ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν Od. 1, 348, einem Andern nicht gönnen, daß er Etwas thue, scheel dazu sehen; vgl. 18, 16. 19, 348; Her. 8, 109; οὐ φθονῶ σ' ὑπεκφυγεῖν Soph. Ant. 549. – Pass. φθονοῦμαι, mir wird nicht gegönnt, παίδων ἔδεισε μὴ φθονηθείη φόνῳ Eur. El. 30; Xen. Hier. 11, 6; παρ' αὐτοῖς τοῖς διδοῦσι φθονηθείς Pol. 13, 2,5.

Greek (Liddell-Scott)

φθονέω: ἀόρ. ἐφθόνησα, παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς ἐφθόνεσα, Ἀνθ. Π. 5. 304., 7. 607, Νόνν. Δ. 3. 159. ― Μέσ., μέλλ. ἐπί παθ. σημασίας φθονήσομαι Δημ. 1160 ἐν τέλ. ― Παθ., μέλλ., φθονηθήσομαι Ξεν. Ἱέρων 11, 15· ― ἀόρ. ἐφθονήθην Εὐρ. Ἠλ. 30, Ξενοφ., κλπ.· πρκμ. ἐφθόνημαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 10· (φθόνος). Ὡς καὶ νῦν, εἶμαι διατεθειμένος κακῶς ἢ ζηλοτύπως, αἰσθάνομαι φθόνον ἢ ζηλοτυπίαν ἢ ἔχω κακὰς διαθέσεις, εἶμαι κακῶς διατεθειμένος, 1) ἀπολ., εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω φθονέουσα Ἰλ. Δ. 55, 56· κρείττων δόξα τῶν φθονούντων Δημ. 35. 11· ― μᾶλλον ὡρισμένως: ἔφη φθονεῖν τοὺς ἐπὶ ταῖς φίλων εὐπραξίαις ἀνιωμένους Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 8· ὁ φθονῶν ἐπὶ κακοῖς τοῖς τῶν πέλας ἥδεται Πλάτ. Φίληβ. 48Β· πρβλ. φθόνος ἐν ἀρχῇ. 2) μετὰ δοτικ. προσώπ., πτωχὸς πτωχῷ φθονέει, καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 26· οὐ φθ. ἀγαθοῖς Πινδ. Π. 3. 124· φθονεῖν... φασὶ μητρυιὰς τέκνοις Εὐρ. Ἴων 1025· φθ. καὶ δυσμενῶς ἔχειν τινὶ Ἰσοκρ. 283Β, πρβλ. 161C· ― συχν. μετὰ μετοχῆς, φθ. τινὶ εὖ πρήσσοντι, διὰ τὴν εὐτυχίαν του, Ἡρόδ. 7. 236, 237· φθ. τισι οὐσίαν κεκτημένοις Πλάτ. Φαῖδρ. 240Α, πρβλ. Λυσίαν 178. 38· οὕτως ἄνευ τοῦ ἀντικειμένου ἀλλὰ μετὰ μόνης μετοχῆς, καλῶς πράττουσι, πλουτοῦντι φθ. Ἰσοκρ. 7D, Λυσίας 163. 2, κλπ.· ― οὕτω καὶ μετὰ δοτ. πράγματ., φθ. ταῖς εὐπραγίαις τινὸς Ἰσοκρ. 184C, πρβλ. 108Ε· οὕτω καί, φθ. ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς τινος Ξεν. Κύρ. 2. 4, 10, Ἰσοκρ. 7C, πρβλ. Δημ. 503. 13. 3) μετὰ δοτικ. προσώπου καὶ γενικ. πράγματος, ἀρνοῦμαι, ἀποποιοῦμαι, οὔτε τοι ἡμιόνων φθονέω τέκος, οὔτε τευ ἄλλου Ὀδ. Ζ. 68· μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων Αἰσχύλ. Προμ. 583, πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 238, Ἡρ. Μαιν. 1309· μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Πλάτ. Εὐθύδ. 297Β, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 4, 16· (ὡς παρ’ Ὁρατίῳ invidere alicui alicujus rei 2 Sat. 6. 84)· ― ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος μόνον, ἐπιβλέπω μετὰ φθόνου εἴς τι, οὐδέ τί σε χρὴ ἀλλοτρίων φθ., «οὕτωςσύνταξις: οὐ χρή σε φθονεῖν μοι τῶν ἀλλοτρίων» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 18, πρβλ. Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 333, Θουκ. 3. 43, Πλάτ. Μενέξ. 238Α· ― πρβλ. μεγαίρω Ι. 5. 4) ἑπομένης προτάσεως διὰ τοῦ εἰ..., ἢ ἐάν.., δυσαρεστοῦμαι, ἐάν..., Ἡρόδ. 3. 146, Εὐρ. Ἴων 1302, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29, Λυσί. 97. 15· ― διὰ τοῦ ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 39, Λυσί.. 150. 38., 168. 21. ΙΙ. ἀρνοῦμαι, ἀποποιοῦμαι ἕνεκα φθόνου ἢ δυσμενείας, μετ’ ἀπαρεμφ., οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Ὀδ. Λ. 381· μὴ φθόνει κιρνάμεν Πινδ. Ι. 5 (4). 30· φράσαι Εὐρ. Μήδ. 63· σαυτὸν ἐπιδοῦναι Ἀριστοφ. Θεσμ. 249, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 489Α· μὴ φθονήσῃς, εἶναι συχνὸν ἐν διαλόγῳ, μὴ ἀρνηθῇς νά…, Λατ. ne graveris, μὴ φθ. διδάξαι Πλάτ. Πολ. 338Α, πρβλ. Ἱππίαν Ἐλάττ. 372Ε (οὕτω, μὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 489Α)· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 320C, Συμπ. 222Ε· οὕτως, ἀλλὰ δῆλον ὅτι οὐ φθονήσει Ἱππίας, ἐάν τι αὐτὸν ἐρωτᾷς, ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 363C· ― ἅπαξ μετὰ μετοχῆς ἀντὶ ἀπαρεμφ., μηδέ μοι φθόνει λέγων Αἰσχύλ. Θήβ. 480 (ἀλλ’ ὁ Valck. διώρθωσε λόγων)· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., τί φθονέεις... ἀοιδὸν τέρπειν; Ὀδ. Α. 346, πρβλ. Σ. 16· ἐφθόνησαν [οἱ θεοὶ] ἕνα ἄνδρα βασιλεῦσαι Ἡρόδ. 8. 109· εἰ πέφυκε φθονεῖν τὸ θεῖον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 13 (ἴδε φθονερὸς Ι. 2), πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 553, Εὐρ. Μήδ. 312· ― ὡσαύτως μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., τῇ δ’ οὐκ ἂν φθονέοιμι… ἅψασθαι; Ὀδ. Τ. 348· οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 236. 2) φθ. τινί τι, ὡς τὸ Λατιν. invidere aliquid alicui, ἀρνοῦμαι νὰ παράσχω ἢ δώσω, Πολύβ. 6. 58, 5· ― ἐν Σοφ. Ο. Τ. 310, φθονήσας μήτ’ ἀπ’ οἰωνῶν φάτιν, μήτ’ εἴ τινα... μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, ἡ φυσικὴ σύνταξις εἶναι, μὴ φθονήσας, εἴτε τιν’ ἔχεις ἀπ’ οἰωνῶν φάτιν, εἴτε μαντικῆς ὁδόν. ΙΙΙ. Παθ., φθονοῦμαι, Λατιν. invideor (Orat. A. P. 55), Ἡρόδ. 3. 52, Σοφ. Ἀποσπ. 194, Εὐρ. Ἠλ. 30, Ξεν., κλπ.· τινος Πλούτ. 2. 772Β· ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 811.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. φθονήσω, ao. ἐφθόνησα, pf. πεφθόνηκα;
1 porter envie, être jaloux, jalouser : τινι porter envie à qqn, être jaloux de qqn ; τινος ou ἐπί τινι être jaloux de qch ; φθ. τινί τινος envier qch à qqn ; φθ. ὅτι, εἰ, ἐάν être jaloux de ce que;
2 refuser par jalousie ou malveillance : τινί τινος, τινί τι qch à qqn ; τινι avec l’inf. à qqn de ; avec l’inf. seul : οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι OD je ne refuse pas de dire ; μὴ φθόνει, μὴ φθονήσῃς avec l’inf. : ne refuse pas de ; avec un part. : μηδέ μοι φθόνει λέγων ESCHL et ne refuse pas de me dire ; avec une prop. inf. : οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι OD et je ne refuse pas que qqn donne.
Étymologie: φθόνος.