ὕβρις
English (LSJ)
[ῠ by nature, ῡ by position in Ep. etc.], ἡ, gen. εως Ar.Lys. 425, Th.465 (lyr.), εος Id.Pl.1044, Eub.67.9, Ep. and Ion. ιος Hes.Op. 217, Hdt.1.189:—
A wanton violence, arising from the pride of strength or from passion, insolence, freq. in Od., mostly of the suitors, μνηστήρων, τῶν ὕ. τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει 15.329, 17.565; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕ. ἔχοντες 1.368, 4.321; λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕ. ἔχουσι 16.86, cf.Alc.Supp.27.10; ὕβρει εἴξαντες Od.14.262, 17.431; θεοὶ . . ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες ib.487; δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes. l.c., cf. Archil.88, IG12.394 (vi B. C.), 42(1).122.98 (Epid., iv B. C.); joined with ὀλιγωρίη, Hdt.1.106; δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος A.Eu.533 (lyr.); ἐπιθυμίας . . ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕ. ἐπωνομάσθη Pl.Phdr. 238a; in Poets freq. joined with κόρος (v. κόρος (A) 2): predicated of actions, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; S.OC883; ταῦτ' οὐχ ὕβρις δῆτ' ἐστίν; Ar.Nu.1299, cf. Ra.21, Pl.886; ὕβρις τάδ' ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν E.Hipp.474; ὕβρει in wantonness or insolence, S.El.881, Pl.Ap.26e; ἐφ' ὕβρει E.Or.1581, D.21.38, PCair.Zen.462.9 (iii B. C.), etc.; δι' ὕβριν D.21.42; διὰ τὴν ὕ. X.HG2.2.10; πρὸς ὕβριν Plu. Alc.37, etc. 2 lust, lewdness, opp. σωφροσύνη, Thgn.379, X.Cyr. 8.4.14. 3 of animals, violence, Hdt.1.189; ὕβρις ὀρθία κνωδάλων Pi.P.10.36, cf. N.1.50 (v. ὑβρίζω 1.2); ἡ ἐκ τοῦ χαλινοῦ ὕ. D.Chr.63.5. II = ὕβρισμα, an outrage (though it is freq. difficult to separate this concrete sense from the abstract), Il.1.203, 214; ὕβριν τεῖσαι Od. 24.352; ὑπὸ γυναικὸς ἄρχεσθαι ὕ. ἐσχάτη Democr.111, cf. Xenoph.1.17: sts., like ὑβρίζω, folld. by a Prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις her outrage towards... E.Ba.9; ἡ κατ' Ἀργείων (-ους codd.Priscian.) ὕ. S.Fr.368; ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Hdn.2.4.1: c. gen. objecti, ὕ. τινός towards him, Id.1.8.4, etc.: pl., wanton acts, outrages, Hes.Op.146, E.Ba.247, HF741, Pl.Lg.884a, etc.:—for ὕβριν ὑβρίζειν, cf. ὑβρίζω 11.2. 2 an outrage on the person, esp. violation, rape, Pi.P.2.28, Lys. 1.2, etc.; παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Isoc.4.114, cf. Plb.6.8.5; τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ ἑαυτοῦ σῶμα Aeschin.1.116; τὴν τοῦ σώματος ὕβριν πεπρακώς ib.188; so τὸ σῶμα ἐφ' ὕβρει πεπρακώς ib.29; γυναῖκας ἤγαγε δεῦρ' ἐφ' ὕβρει D.19.309; γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὑτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Arist.Rh.1373a35. 3 in Law, a term covering all the more serious injuries done to the person, Isoc.20.2, Aeschin. 1.15, D.37.33, 45.4; see esp. D.21 (against Meidias); ὁ τῆς ὕβρεως νόμος ib.35 (the text is given ib.47); δίκη ὕβρεως ἢ πληγῶν PHal.1.115 (iii B. C.), cf. PHib.1.32.8 (iii B. C.), etc. III used of a loss by sea, Pi. (v. ναυσίστονος), Act.Ap.27.21. B as masc., = ὑβριστής, a violent, overbearing man, κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα Hes.Op.191.
Greek (Liddell-Scott)
ὕβρις: [ῠ], ἡ, γεν. εως (Ἀριστοφ. Λυσ. 425), εος (ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 465, Πλ. 1044, Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 9), Ἐπικ. ιος. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ ἡ πρόθ. ὑπέρ, πρβλ. ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος· ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐν τούτῳ δυσχέρειαι, ἴδε Κούρτ. σ. 528). Αὐθάδης βία πηγάζουσα ἐξ ὑπερβολικῆς συναισθήσεως δυνάμεως ἢ ἐκ πάθους, αὐθάδεια, ἀλαζονεία αὐθάδης, προπέτεια, συχν. ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστήρων, τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει Ο. 329., Ρ. 565· μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Α. 368., Δ. 321· λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσιν Π. 86· ὕβρει εἶξαι Ξ. 262., Ρ. 431· θεοί... ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Ρ. 487· δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει· Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 215, πρβλ. Ἀρχίλ. 79· συνημμένον μετὰ τοῦ ὀλιγωρίη, Ἡρόδ. 1. 106· δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος Αἰσχύλ. Εὐμ. 534· - κατὰ Πλάτωνα ὕβρις εἶναι ἐπιθυμίας ἀρξάσης ἐν ἡμῖν ἡ ἀρχή, Φαῖδρ. 238Α· ἐντεῦθεν οἱ ποιηταὶ συχνάκις συνάπτουσιν αὐτὴν μετὰ τοῦ κόρου (ἴδε κόρος Α. ἐν τέλει)· - ὡς κατηγορούμ. πράξεων, ἆρ’ οὐχ ὕβρις τάδ’; Σοφ. Ο. Κ. 883· ταῦτ’ οὐχ ὕβρις ἐστί; Ἀριστοφ. Νεφ. 1299, πρβλ. Βατρ. 21, Πλ. 886· ὕβρις τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν Εὐρ. Ἱππ. 474· - ὕβρει χλευαστικῶς, Σοφ. Ἠλέκ. 881· ἐφ’ ὕβρει Εὐρ. Ὀρ. 1581, Δημ. 526. 19, κλπ.· δι’ ὕβριν ὁ αὐτ. 527. 26 διὰ τὴν ὕβριν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 10· εἰς ὕβριν Πλουτ. Ἀλκιβ. 37, κλπ. 2) μάλιστα ἐπὶ σφοδρᾶς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἀσελγείας, ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, Θέογν. 379, Ξεν. 3) ἐπὶ σφριγώντων ἵππων, τὸ ἀτίθασον, τὸ ἀχαλίνωτον αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 189· ὕβρις ὀρθία κνωδάλων Πινδ. Π. 10. 55, πρβλ. Ν. 1. 75 (ἴδε ὑβρίζω Ι). 4) οἴνου ὕβρις, ἡ ζύμωσις, αὐτοῦ, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Αἰλ. ΙΙ. ὕβρισμα, τρόπος αὐθάδης, πρᾶξις αὐθάδης καὶ ἀκόλαστος, κακὴ μεταχείρισις, αὐθάδεια, ἀκολασία, προσβολὴ (ἂν καὶ πολλάκις εἶναι δυσχερές νὰ χωρίσῃ τις τὴν συγκεκριμένην ἔννοιαν ἀπὸ τῆς ἀφῃρημένης), Ἰλ. Α. 203, 214· ὕβριν τῖσαι Ὀδ. Ω. 352· ἐνίοτε ὡς τὸ ὑβρίζω, μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἀθάνατον Ἥρας μητέρ’ εἰς ἐμὴν ὕβριν Εὐρ. Βάκχ. 6· ἡ κατ’ Ἀργείους ὕ. Σοφ. Ἀποσ. 337· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ὡσαύτως μετὰ γεν. ἀντικειμενικῆς, ὕ. τινος, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1. 8, κλπ.· - ἐν τῷ πληθ. πράξεις ἀκόλαστοι καὶ αὐθάδεις, προσβολαί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 145, Ξενοφάν. 1. 1, Εὐριπ. Βάκχ. 247, Ἡρ. Μαιν. 741, Ξεν., κλπ.· - περὶ τοῦ ὕβριν ὑβρίζειν, πρβλ. ὑβρίζω ΙΙ. 2. 2) ἀσελγὴς ὑβριστικὴ πρᾶξις, Πινδ. Π. 2. 52· τὸ διαφθείρειν καὶ μοιχεύειν γυναῖκα ἔγγαμον καὶ οὕτως αἰσχύνειν μὲν τοὺς παῖδας ὑβρίζειν δὲ τὸν ἄνδρα τῆς γυναικός, Λυσί. 92. 4, κλπ.· τὸ φθείρειν ἀσελγῶς, παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Ἰσοκρ. 64D, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. δὲ καὶ 89Α· ἀσελγὴς πρᾶξις, ἀσέλγεια, τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ ἑαυτοῦ σῶμα Αἰσχίν. 16. 25· ὕβριν τοῦ σώματος πεπρακὼς ὁ αὐτ. 26. 41· οὕτω, πιπράσκειν τὸ σῶμα ἐφ’ ὕβρει ὁ αὐτ. 5. 5· γυναῖκας δεῦρ’ ἤγαγεν ἐφ’ ὕβρει Δημ. 440. 7· γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὐτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 35. 3) ἐν Ἀθήναις ὁ νόμος ὕβρεως (Δημ. 525. 14) ἦτο λίαν σπουδαῖος καὶ περιελάμβανε πάσας τὰς μᾶλλον σοβαρὰς προσωπικὰς βλάβας: ἡ δημοσία γραφὴ ὕβρεως εἰσήγετο πρὸς τιμωρίαν πάσης βλάβης προερχομένης ἐξ ὑβριστικῆς ἐπιθέσεως (ὕβρις δι’ αἰσχρουργίας)· καὶ ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ἀνεφέρετο εἰς τὰς αὐτὰς ὑποθέσεις εἰς ἃς καὶ ἡ δίκη αἰκίας (ἴδε αἰκία)· ὁ ἀγὼν ἦτο τιμητὸς (ἴδε ἐν λέξ.), καὶ ὡς ποινὴ ἠδύνατο νὰ ᾖ καὶ θάνατος· ἐξεδικάζετο δὲ ἐνώπιον τῶν Θεσμοθετῶν, Ἰσοκρ. 396Α, Αἰσχίν. 3. 14, Δημ. 970, 11., 1102. 18· μία τῶν ἐπισημοτάτων τούτων δικῶν γνωστὴ ἡμῖν εἶναι ἡ ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους κινηθεῖσα κατὰ Μειδίου, ἔνθα ἴδε καὶ τὸν περὶ ὕβρεως Νόμον, 529. 15· πρβλ. Att. Process σ. 319 κἑξ., 548 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὕβρις, ἡ μετὰ προπηλακισμοῦ καὶ ἐπηρείας, αἰκία δὲ πληγαὶ μόνον, κτλ.». ΙΙΙ. κεῖται ἐπὶ κινδύνου ἐν θαλάσσῃ ἕνεκα τρικυμίας, Πίνδ. (ἴδε ἐν λ. ναυσίστονος), Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21. Β. ὡς ἀρσ. = ὑβριστής, κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα, «κακοῦργον καὶ ὑβριστὴν ἄνθρωπον» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189. ΙΙ. ὄνομα Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8398.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tout ce qui dépasse la mesure, excès, d’où
I. comme sentiment;
1 orgueil, insolence : ὕβριν τῖσαι OD expier son orgueil, sa témérité ; ὕβρει, ἐφ’ ὕβρει par orgueil ; αἱ ὕβρεις pensées ou actions orgueilleuses;
2 fougue, ardeur excessive, impétuosité, emportement : ὅθιπερ πάρος ὕβριν ἔχεσκον OD là où auparavant ils exerçaient leur insolence ; ὕβρει εἶξαι OD s’abandonner à sa violence ; ὕβρις οἴνου ÉL bouillonnement ou fermentation du vin ; en gén. tout excès ; acte de désespoir;
II. comme action mauvais traitement, outrage, insulte, injure, sévices ; particul. violence sur une femme ou sur un enfant : ὕβρεως δίκη ou γραφή procès pour sévices.
Étymologie: ὑπέρ.