τηλύγετος
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, old Ep. epith. of children, of uncertain origin and sense; sts. clearly of
A a darling son, petted child, ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς, Il.13.470; τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ, ὅς μοι τ. τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ 9.143, cf. 285; so of an only son, ὡς . . πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον ib.482; ὅς οἱ τ. γένετο Od.4.11; ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα . . ἀγαπάζῃ . . μοῦνον τηλύγετον 16.19; son of one's old age, τ. οἱ υἱός . . ὀψίγονος τρέφεται h.Cer.164, cf. 283; also λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην, of Hermione, the only daughter of Helen, Il.3.175; once of two sons, perh. twins, Φαίνοπος υἷε, ἄμφω τηλυγέτω 5.153: so in later Ep., A.R.1.719, Mosch. 4.79; of a wife, ἄλοχον σαόφρονα τηλυγέτην τε JHS19.296 (Galatia): once in Trag., τηλύγετον [χθονὸς] ἀπὸ πατρίδος E.IT829 (lyr.), where it seems to mean τηλοῦ γεγονότα, born far away, far-distant, as it certainly does in Simm.1.1 τηλυγέτων . . Ὑπερβορέων ἀνὰ δῆμον; similarly, τηλυγέτων ἀποικιῶν· τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν, Hsch. (= Com.Adesp.1315). (The best of the ancient interpretations is latest-born, i.e. after whom no more are born (= ὁ τῆς γονῆς τέλος ἔχων, μεθ' ὃν ἕτερος οὐ γίνεται, Sch.TIl.9.482), including only children, these being the best-beloved. The word was prob. thought to be derived from τέλος (τελευ-τή, cf. Orion in Et.Gud.616.37) and γίγνομαι; but this presents difficulties, and the sense petted, well-beloved, may equally well be the primary one.)
German (Pape)
[Seite 1107] bei Sp. auch 2 Endgn, vorzüglich geliebt, vielgeliebt; gew. von Söhnen; Il. von Orest, ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται, 9, 143. 285; Φαίνοπος υἷε, ἄμφω τηλυγέτω· ὁ δὲ τείρετο γήραϊ λυγρῷ, υἱὸν δ' οὐ τέκετ' ἄλλον ἐπὶ κτεάτεσσι λιπέσθαι, 5, 153; allgemeiner, ὡςεί τε πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον, τηλύγετον, πολλοῖσιν ἐπὶ κτεάτεσσιν, 9, 482; von der Hermione, παῖδά τε τηλυγέτ ην, 3, 175; in der Od. υἱέϊ, ὅς οἱ τηλύγετος γένετο, ἐκ δούλης, 4, 11; ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα ἀγαπάζει ἐλθόντ' ἐξ ἀπίης γαίης, μοῦνον, τηλύγετον, 16, 19; H. h. Cer. 164, wo ὀψίγονος dabei steht, 284, u. sp. D., wie Mosch. 4, 79; nur einmal im tadelnden Sinne, ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς, Il. 13, 470. – Die alten Gramm. erklären es vorherrschend = den Eltern im späten Alter geboren, und deshalb besonders geliebt, wie Apoll. L. H. ὁ τηλοῦ τῆς ἡλικίας γεγονὼς τοῖς γονεῦσι, μεθ' ὃν οὐκ ἄν τις γένοιτο· ἐπεὶ οἱ τοιοῦτοι ἀγαπητοὶ γίγνονται; er setzt hinzu ὁ ἐν νεότητι γενόμενος μονογενής, in Beziehung auf die Stelle, wo es tadelnd gemeint ist, οἱ γὰρ τοιοῦτοι ἀσθενεῖς γίγνονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, wobei er noch anführt, daß Einige es in dieser Vrbdg erklärten καίπερ τηλύγετον αὐτὸν ὄντα, τουτέστιν ἤδη τηλοῦ τῆς ἡλικίας γεγονότα (s. auch Schol. zur Stelle), offenbar falsch. Schol. Il. 3, 175 κυρίως τηλύγετοι καλοῦνται οἱ τηλοῦ τῆς γονῆς ὄντες παῖδες, ὅ ἐστιν οἱ ἐκ γεροντικῆς ἡλικίας σπαρέντες· δοκεῖ γὰρ τὰ μετὰ ἀπόγνωσιν τῆς παιδοποιΐας γεννώμενα μᾶλλον ἀγαπᾶσθαι. Auch wird es auf τέλος zurückgeführt, Schol. Il. 9, 482, ὁ τῆς γονῆς τέλος ἔχων, μεθ' ὃν ἕτερος οὐ γίνεται; vgl. Schol. Il. 16, 470, wo hinzugesetzt ist οἱ τοιοῦτοι γὰρ ὡς ἐπίπαν δειλοί, ὑγρᾷ ἀνατρεφόμενοι διαίτῃ; Schol. Ap. Rh. 1, 99 γηράσαντι αὐτῷ γενόμενος καὶ ταύτῃ προσφιλής. Auch das von Apoll. Dysc. angeführte τῆλυ scheint dafür zu sprechen, wenn es nicht vielleicht gerade dieser Ableitung wegen angenommen ist. – Andere erklären »fern vom Vater od. Vaterlande oder in Abwesenheit des Vaters geboren«, wie τηλέγονος, welche Erklärung auf keine der homerischen Stellen paßt. – Buttm. Lexil. II p. 198 ff., davon ausgehend, daß τῆλε bei Hom. nur von der Entfernung des Ortes gebraucht wird, führt τῆλυ auf τέλος, τελευτή zurück u. erkl. »der am Ende, zuletzt geborene«, wie Orion in E. G. p. 616, 37 schon sagt: ὁ τελευταῖος τῷ πατρὶ γενόμενος; vgl. auch den schon oben angeführten Schol. Il. 9, 482; also etwa für τελεύγετος; ein solcher letztgeborener Sohn pflegt der Gegenstand vorzüglicher Zärtlichkeit der Eltern zu sein und auch wohl verzärtelt zu werden. Auch der alleinstehende Sohn, wie Orest, der nur drei Schwestern hat, und Demophoon H. h. Cer. 164, der nur vier Schwestern und keinen Bruder hat, heißt deshalb τηλύγετος, und eben so die Hermione, die keine Schwester weiter hat. – Döderlein aber, Commentat. de voc. τηλύγετος Erlangen 1825, geht auf θάλλω, τέθηλα zurück u. erkl. θαλερὸς γεγώς od. θαλερὸς κατὰ φύσιν, jugendlichblühend, was auf die übrigen Stellen sehr gut paßt, und auch da, wo die Feigheit eines Solchen getadelt wird, erklärlich ist, der in jugendlicher Blüthe Stehende, aber Verweichlichte, der noch keine Kraft u. deshalb keinen Muth hat. – Aus der bei den Alten geläufigen Erkl. des Wortes entsprang bei sp. D. die rein örtliche, in der Ferne geboren, in der Ferne lebend, übh. entlegen, entfernt; Eur. I. T. 838; Simmias bei Tzetz. Chil. 8, 144; Probl. arithm. 19 (XIV, 126).
Greek (Liddell-Scott)
τηλύγετος: [ῠ], -η, -ον, ἀρχαῖον Ἐπικ. ἐπίθετ. τῶν παίδων, ἀγνώστου ἀρχῆς καὶ σημασίας. Ἔν τισι χωρίοις φαίνεται προφανῶς σημαῖνον τέκνον ἀγαπητόν, πεφιλημένον, «χαϊδεμένον», ἀλλ’ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὣς Ἰλ. Ν. 470 τίω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ, ὅς μοι τ. τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ Ι. 143, 285· ἡ αὐτὴ δὲ σημασία νοεῖται καὶ ὅταν λέγηται ἐπὶ μονογενοῦς υἱοῦ, ὡς... πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον Ἰλ. Ι. 482· ὅς οἱ τ. γένετο Ὀδ. Δ. 11 κἑξ.· ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα... ἀγαπάζει... μοῦνον, τηλύγετον Π. 19· καὶ ἐπὶ τοῦ τέκνου τοῦ κατὰ τὸ γῆράς τινος τεχθέντος (ὀψίγονος), ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 164, πρβλ. 284· οὕτω καὶ λιπών... παῖδά γε τηλυγέτην, ἐπὶ τῆς Ἑρμιόνης τῆς μονογενοῦς θυγατρὸς τῆς Ἑλένης, Ἰλ. Γ. 175· - ἅπαξ ἐπὶ δύο υἱῶν, ἴσως διδύμων, Φαίνοπος υἷε, ἄμφω τηλυγέτω Ε. 153· - οἱ μεταγεν. Ἐπικ. ἠκολούθησαν τῇ Ὁμηρικῇ χρήσει, Μόσχ. 4. 79, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 719· - παρ’ Εὐριπ. Ι. Τ. 829 (ὅπερ εἶναι τὸ μόνον παράδειγμα τῆς λέξεως παρ’ Ἀττικ.), τηλύγετον χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν σημασίαν τοῦ τηλοῦ γεγονότα, γεννηθέντα μακρὰν τῆς πατρίδος, μακρὰν ἀπέχοντα, ὡς βεβαίως σημαίνει ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Σιμμί. ἐν ταῖς τοῦ Τζέτζη Χιλιάσι 8. 144, τηλυγέτων... Ὑπερβορέων ἀνὰ δῆμον. (Οἱ παλαιοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐξελάμβανον τὴν λέξιν ὡς σύνθετον ἐκ τοῦ τῆλυ (= τῆλε) καὶ γενέσθαι, ὅθεν ἢ = τηλέγονος, γεννηθεὶς μακράν, ἢ = ὀψίγονος, ὀψὲ γεννηθείς. Ἀλλ’ ἡ προτέρα ἑρμηνεία δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ παρ’ Ὁμήρῳ χωρία· κατὰ δὲ τὴν ἑτέραν τὸ τῆλε ἑρμηνεύεται χρονικῶς, τοῦ ὁποίου παράδειγμα δὲν ὑπάρχει πλὴν ἐν τῇ μεταγεν. λέξει τηλεδανὸς (ἥτις δὲν εἶναι πολὺ βεβαία). Ἐκ τῶν νεοτέρων φιλολόγων ὁ Buttm. (Λεξίλ. ἐν λέξει) ὑποθέτει ὅτι τὰ τῆλε, τηλοῦ ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν ἣν καὶ τὸ τελευτή, καὶ ἑρμηνεύει τηλύγετος (ἑπόμενος τῷ Ὠρίωνι ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. 616. 37), ὁ τελευταῖος τῷ πατρὶ γενόμενος, ὁ τελευταῖον γεννηθεὶς ἢ ἐπὶ τέλους, σχεδὸν ὡς τὸ ὀψίγονος· ὁ Döderlein ἐν λ. τηλύγετος (ἐν Ἐρλάγγῃ 1825) ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΘΑΛ, τηλεθάω, ὅτε θὰ εἶναι = θαλερὸς γεγώς· ἢ ἄλλως (Ὁμ. Γλωσσ. 1. 228 κἑξ.) σχετίζει αὐτὸ πρὸς τὸ ἀταλός· ὁ Κούρτ. ὑποδεικνύει δυνατὴν σχέσιν πρὸς τὴν √ΤΕΡ, τέρην, Σανσκρ. tar-unas).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 né chétif, délicat, particul. né de parents âgés, né le dernier de plusieurs ; tendrement aimé, chérir ; en mauv. part enfant gâté, enfant chétif;
2 né au loin, lointain ; p. ext. éloigné de, gén..
Étymologie: de τῆλυ, γίγνομαι ; au premier sens τηλυ- paraît apparenté à τέρην ; postér. p. suite d’une confusion avec τῆλε, le mot a pris le sens de « au loin ».
English (Autenrieth)
doubtful word, dearly beloved. Neither the ancient nor the modern guesses as to the etymology of this word are worth recording.