ὀψίγονος

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψῐ́γονος Medium diacritics: ὀψίγονος Low diacritics: οψίγονος Capitals: ΟΨΙΓΟΝΟΣ
Transliteration A: opsígonos Transliteration B: opsigonos Transliteration C: opsigonos Beta Code: o)yi/gonos

English (LSJ)

ὀψίγονον,
A late-born, τί σευ ἄλλος ὀνήσεται ὀψίγονός περ; Il.16.31, cf. Thphr. Fragmenta 30.6: mostly in plural, ὀψιγόνων ἀνθρώπων of men after-born, Il.3.353, cf. Od.1.302, etc.
2 of a son, late-born, born in one's old age, h.Cer.165, Arr.Ind.9.2; born late in the season, ἔριφος Longus 4.6.
3 later-born, i.e. younger, A.Supp.361 (lyr.), Hdt.7.3; young, Theoc.24.31.
4 late in spawning, of the needle-fish, Arist.HA571a2.

German (Pape)

[Seite 432] spät geboren, der Jüngere, bes. der Nachkomme, im plur., καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων, Il. 3, 353. 7, 87, öfter, τί σευ ἄλλος ὀνήσεται ὀψίγονος 16, 31; der Jüngling, im Gegensatz des Alten, Aesch. Suppl. 356; ἢν βασιλεύοντι ὀψίγονος ἐπιγένηται, Her. 7, 3, ein spätgeborner Sohn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 né dans la suite, descendant : οἱ ὀψίγονοι IL la postérité;
2 né tard, né le dernier, le plus jeune.
Étymologie: ὀψέ, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίγονος: (ῐ)
1 рожденный после, принадлежащий к будущим поколениям (ἄνθρωποι Hom.): οἱ ὀψίγονοι Hom. потомки;
2 родившийся после других детей, младший (sc. υἱός Her.);
3 поздно рожденный, т. е. от состарившихся родителей (υἱός HH);
4 поздно поспевающий, запоздалый (σίδαι Emped. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίγονος: [ῐ], -ον, ὁ, μετέπειτα γεννηθείς, μεταγενέστερος, τί ἄλλος ὀνήσεται ὀψίγονός περ; Ἰλ. Π. 31· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὀψιγόνων ἀνθρώπων, τῶν μεταγενεστέρων, Γ. 353, πρβλ. Ὀδ. Α. 302· «ὀψιγόνων: τῶν ὀψὲ καὶ μετὰ πολὺν χρόνον ἐσομένων» Φώτ. 2) ἐπὶ υἱοῦ, ὁ ἀργὰ γεννηθείς, ὁ ἐν τῷ γήρατι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεννηθείς, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 164. 3) ὁ κατόπιν γεννηθείς, δηλ. νεώτερος, Ἡρόδ. 7. 3, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 360· νέος, Θεόκρ. 24. 31.

English (Autenrieth)

late-born, born afterward, posterity.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀψίγονος και ὀψάγονος, -ον)
(για δόντι) αυτός που φύεται σε προχωρημένη ηλικία, ο φρονιμήτης
αρχ.
1. ο γεννημένος μετέπειτα, ο μεταγενέστερος
2. παιδί που γεννήθηκε όταν ο πατέρας του ήταν ήδη σε γεροντική ηλικία
3. νεώτερος («οὺ δὲ παρ' ὀψιγόνου μάθε γεραρὰ φρονῶν», Αισχύλ.)
4. νέος
5. (για το ψάρι βελόνη) τελευταίος κατά την ωοτοκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παλαίγονος].

Greek Monotonic

ὀψίγονος: [ῐ], -ον (γίγνομαι),
1. αυτός που γεννήθηκε αργότερα, μεταγεν., σε Όμηρ.
2. λέγεται για τον γιο, αυτός που γεννήθηκε αργά, που οι γονείς του ήταν προχωρημένης ηλικίας όταν γεννήθηκε, σε Ομηρ. Ύμν.
3. αυτός που γεννήθηκε κατόπιν, δηλ. ο νεότερος, σε Ηρόδ.· νέος, νεαρός, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὀψί-˘γονος, ον, γίγνομαι
1. late-born, after-born, Hom.
2. of a son, late-born, born in one's old age, Hhymn.
3. later-born, i. e. younger, Hdt.: young, Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=μεταγενέστερος). Ἀπό τό ὀψέ + γενέσθαι τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη ὀψέ.