ὀφρύς
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
German (Pape)
[Seite 428] ύος, ἡ, nach Arcad. 92 ὀφρῦς (vgl. die Braue, ό ist also bloßer Vorschlag), – 1) die Augenbraue; gew. im plur.; κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, Il. 1, 528, öfter, mit den Augenbrauen winken, als Zeichen der Bejahung, auch des Befehls (vgl. νεύω); ὑπ' ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον, 13, 88 u. öfter; vgl. Soph., der Ant. 825 sogar sagt τέγγει δ' ὑπ' όφρύσι παγκλαύστοις δειράδας; Hom. κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν ὄσσε, Il. 14, 236; ὄσσε λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν, 15, 608; ὑπ' ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσε, Hes. Th. 827. Oft bei den Dichtern als der Theil des Gesichts, durch welchen Freude u. Trauer ausgedrückt wird, ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, Il. 15, 102; ἀγανᾷ γελάσσαις ὀφρύϊ, Pind. P. 9, 39; μειδιᾶν ὀφρύσι; vom Zorn, νωμῶντ' ὀφρύν, Aesch. Ch. 283; vom Unwillen, τὰς ὀφρῦς συνήγομεν κἀποιοῦμεν δεινά, Ar. Nub. 574, wie wir sagen »die Stirne runzeln«; στυγνὸν ὀφρύων νέφος, wie στυγνὴν ὀφρύν, Eur. Hipp. 173. 290; u. bes. vom Stolz u. Hochmuth, bes. bei Sp., wie in der Anth. oft, στρεβλὴν ὀφρὺν ἐφελκόμενος, Leon. Tar. 85 (VII, 440), wie Alciphr. 1, 34, τὰς ὀφρῦς ὑπὲρ τοὺς κροτάφους ἐπῆρας; vgl. Luc. bis accus. 28; Diphil. bei Ath. II, 35 c τὸν τὰς ὀφρῦς αἴροντα (der ein ernstes Gesicht macht) πείθεις γελᾶν; στυγνὴν ὀφρύων τάσιν λύεις, Diosc. 3 (XII, 42); κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς, Alciphr. 3, 3, vgl. καταβάλλειν τὰς ὀφρῦς Eur. Cycl. 167; συνάγειν, Pallad. 5 (X, 56), wie Luc. Dem. enc. 16 Icarom. 29; συνέσπακε τὰς ὀφρῦς, Vit. auct. 7; ἀνατείνειν, Tim. 54; Lucill. 119 (X, 122) sagt τὴν ὀφρὺν καὶ τὸν τῦφον καταπαύσει; τὰς ὀφρῦς εἰς ἕν ἀγείρειν, Paul. Sil. 35 (V, 300); ἐρύσσαι, Agath. 4 (V, 216); ὀφρύες πέσον, ὀφρὺν ὑπερέσχεθεν, 13. 22 (V, 273. 299). – 2) übh. jeder erhöhete Rand, Hügelrand, Hügel; Il. 20, 151; ἐπ' ὀφρύϊ Παρνασίᾳ, Pind. Ol. 13, 102; εἰς Νεῖλον ἀπ' ὀφρύος ἥλατο, Ep. ad. 418 (IX, 252); τοῦ ποταμοῦ, Uferrand, Pol. 2, 33, 7 u. öfter; τὰ ἐπίπεδα ὑπὲρ τὰς ὀφρῦς τῶν λόφων, 7, 6, 3; προβαλλόμενος ὀφρὺν ἀπότομον, 36, 6, 2; ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο, Ap. Rh. 1, 178; N. T. u. a. Sp. (vgl. ὀφρύη). – Der acc. ὀφρύα statt des gewöhnlichen ὀφρύν findet sich Strat. 28 (XII, 186) Opp. Cyn. 4, 405; accus. plur. ὀφρύας Od. 9, 389, ὀφρῦς Il. 16, 740. – [Υ ist im nom. u. acc. sing. lang, in den Zusammensetzungen aber kurz, εὔοφρυς u. ä.]
Greek (Liddell-Scott)
ὀφρύς: -ύος, ἡ· αἰτ. ὀφρύν, παρὰ μεταγεν. ποιητ. ὀφρύα, Κόϊντ. Σμ. 4. 361, Ὀππ. Κυν. 4. 405, Ἀνθ. Π. 12. 186· αἰτ. πληθ. ὀφρύας (ἐν τῷ δ΄ ποδί), Ὀδ. Ι. 389· ἀλλ’ ὀφρῦς (ἐν τῷ γ΄), Ἰλ. Π. 470 πρβλ. ἰχθύς, Thiersch Gr. Gr. §191· [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. κ. αἰτ. ὀφρύς, -ύν, ἅτινα διὰ τοῦτο γράφονται ὀφρῦς, -ῦν ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 31, Ἀρκάδ. 92, πρβλ. ὀσφύς· ἀλλὰ ῠ, εὔοφρυς, λεύκοφρυς, κτλ.]. (Πρβλ. Σανσκρ. bhru, Ἀρχ. Γερμ. brawa, Σλαυ. bruvi (Ἀγγλ. brow).) Τὸ «φρῦδι», Λατ. supercilium, τὸν ... ὑπ’ ὀφρύος οὖτα Ἰλ. Ξ. 493· ἡ ὀφρὺς ἡ δεξιά, ἡ ἀριστερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 4. 18· - ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν τῷ πληθυντ., ὡς παρ’ Ἡσ. καὶ Ἀττικ.· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον Ἰλ. Ν. 88, κτλ.· συχνάκις ἐπὶ σημείων ἢ νευμάτων, ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, δηλ. ἐπένευσεν ὀφρύσι, κατένευσε, Α. 528, κτλ.· ἡ δ’ ἄρ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε, ἔνευσεν εἰς αὐτὸν νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Π. 164· ἀνὰ δ’ ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ, ἔκαμε νεῦμα νὰ μὴ …, Ι. 468· οὕτως, ὀφρύσι νευστάζων Μ. 194. Ἐπειδὴ διὰ τῆς κινήσεως τῶν ὀφρύων οἱ ἄνθρωποι δεικνύουσι σοβαρότητα, θλῖψιν, ὀργήν, μάλιστα δὲ ὑπερηφανίαν ἢ καταφρόνησιν, πολλαὶ φράσεις ἐσχηματίσθησαν, τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, εἰς σημεῖον θλίψεως, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακώς, ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1069· ἀνασπάσας τις τὰς ὀφρῦς οἴμοι λαλεῖ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 29· ὑπερηφανίας (πρβλ. ὀφρυόομαι), Δημ. 442, 11· οὕτως, οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4· ὀφρῦς ἐπαίρειν Εὐρ. Ἀποσπάσ. 1027· σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· τοὺς ἰχθυοπώλας ... ἐπὰν ἴδω κάτω βλέποντας, τὰς δ’ ὀφρῦς ἔχοντας ἐπάνω τῆς κορυφῆς, ἀποπνίγομαι Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 7· ὅσοι τὴν φιλοσοφίας ὀφρὺν ὑπὲρ αὐτοὺς τοὺς κροτάφους ὑπερήρκασι Λουκ. Ἔρωτες 54· ὀφρῦς ἔχειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 925· ὀφρὺν ἐφέλκεσθαι Ἀνθ. Π. 7. 440· ἐρύειν αὐτόθι 5. 216· ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνὸς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 123· ἴδε Dobree εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - τοὐναντίον: τὰς ὀφρῦς συνάγειν, συνοφρυοῦσθαι, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 582, Πλ. 756, κτλ. (πρβλ. τοξοποιέω)· οὕτω, τὰς ὀφρῦς συνέλκειν Ἀντιφῶν ἐν Ἀδήλ. 90· συσπᾶν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7· κατασπᾶν Ἀλκίφρων 3. 3· - τανάπαλιν, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς Εὐρ. Κύκλ. 167, Ἱππ. 290, Ι. Α. 648· σχάζεσθαι τὰς ὀφρῦς Πλάτων Κωμ. ἐν «Ἑορ.» 5· κατατίθεσθαι Πλούτ. 2. 1062F· - αἱ ὀφρύες ἦσαν ὡσαύτως ἡ ἕδρα τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ μειδιάματος καὶ τῆς χαρᾶς, ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Πινδ. Π. 9. 67, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 257· ἢ σοβαρότητος, στυγνὸν ὀφρύων νέφος Εὐρ. Ἱππ. 173· ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν αὐτοῦ αἱ ὀφρύες Ξεν. Συμπ. 8. 3· περὶ τοῦ φυσιγνωμικοῦ αὐτῶν χαρακτῆρος ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1. 2) ὀφρὺς μόνον, ὡς τὸ Λατ. supercilium, καταφρόνησις, ὑπεροψία, Ἀνθ. Π. 7. 409., 9. 43., 10. 122, κτλ. ΙΙ. ἐξ ὁμοιότητος σχήματος, ἡ ὀφρὺς ὄρους, ὀρεινὴ σειρὰ μετὰ ἀποκρήμνου πλευρᾶς, ἀπόκρημνος βράχος, κρημνός, Ἰλ. Υ. 151, Πινδάρ. Ο. 13. 150· ἡ ἐπικρεμαμένη ἀπότομος ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 33, 7, κλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 178, κτλ.· ἐπὶ τάφρου, χαράδρας, Στράβ. 234· -ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον ὀφρύη, ὃ ἴδε, πρβλ. ὀφρυάω, ὀφρυόεις, ὀφρυώδης. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρῦς· τὰ κρημνώδη καὶ τραχέα τῶν ὀρῶν. καὶ ἔπαρσις, ὑπερηφανία».
French (Bailly abrégé)
ὀφρύος (ἡ) ; acc. ὀφρύν, rar. ὀφρύα, acc. pl. ὀφρῦς;
I. sourcil : τὰς ὀφρῦς ξυνάγειν AR froncer ou contracter les sourcils d’un air menaçant ou sombre ; ἀνασπᾶν AR, ἀνατείνειν LUC, ἐπαίρειν LUC hausser les sourcils d’un air hautain ou menaçant;
II. fig. 1 gravité, majesté;
2 en mauv. part emphase;
III. hauteur escarpée, colline ou montagne abrupte, escarpement.
Étymologie: cf. skr. bhru « sourcil ».
English (Autenrieth)
ύος, pl. acc. ὀφρῦς: brow, Il. 9.620; fig., of a hill, Il. 20.151.