Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναρπάζω

From LSJ
Revision as of 13:55, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρπάζω Medium diacritics: ἀναρπάζω Low diacritics: αναρπάζω Capitals: ΑΝΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: anarpázō Transliteration B: anarpazō Transliteration C: anarpazo Beta Code: a)narpa/zw

English (LSJ)

fut. -άσω (v. infr. 111) and -άξω, more freq. in Med. form -άσομαι (v. infr. 111) aor. -ήρπασα and -<*>ξα, in Hom. as suits the metre: aor. 2 Pass.

   A ἀνηρπάγην D.S.4.75, Plu. Pyrrh.7:—snatch up, ἀνὰ δ' ἥρπασε Παλλὰς Ἀθήνη (sc. τὸ ἔγχος) Il. 22.276, cf. Pi.P.4.34; ἀ. τὰ ὅπλα X.An.7.1.15; of the sun causing the earth's moisture to evaporate, Hp.Aër.8, cf. Plu.2.658b, Aristid. Or.36(48).60.    II snatch away, carry off, ὅτε μιν . . ἀνήρπασε Φοῖβος Il.9.564, cf. 16.437, Od.4.515, 5.419; of slave-dealers, ἀλλά μ' ἀνήρπαξαν Τάφιοι kidnapped me, 15.427, cf. X.An.1.3.14, Aristid.1.16<*> J., etc.; ἀνήρπασέν ποτε . . Κέφαλον ἐς θεοὺς Ἕως E.Hipp.454; ἀ. τοῖς ὄνυξιν, of an eagle, Ar.V.17, cf. Epicr.2.10:—Pass., φροῦδος ἀναρπασθείς S.El.848 (lyr.), etc.; ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης IG 12(7).51 (Amorgos): in Prose, to be carried off to prison, δεῖ με ἀνηρπάσθαι D. 21.120, 124, cf. 10.18.    2 in good sense, rescue, Plu.Pyrrh.16:— Pass., ib.7.    III take by storm, ravage, σὺ . . ἀναρπάσεις δόμους; E. Ion1303; of persons, ἀναρπασόμενος τοὺς Φωκέας take them by storm or at once, Hdt.8.28, cf. 9.59:—Pass., ἀνήρπασται πόλις E.Ph.1079, Hel.751, D.9.47; ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος Aeschin.3.133.    IV carry off, steal, πολλοὺς καὶ πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἀνηρπακότες X.An.1.3.14; τρία τάλαντα ἀνηρπάκασι D.27.29; of regraters, buy up unfairly, ἀ. σῖτον Lys.22.15.

German (Pape)

[Seite 205] (s. ἁρπάζω), in die Höhe reißen, ἔγχος, die Lanze aus dem Boden reißen, Il. 22, 276; ὅπλα, haftig ergreifen, Xen. An. 7, 1, 15; fortreißen, entführen, rauben, Iliad. 16, 437. 9, 564 Od. 4, 515. 5, 419. 20, 63. 23, 316. 15, 427; Pind. Ol. 9, 62; ἀναρπασθείς, hingerafft, von den Gestorbenen, Soph. El. 838; ἀναρπάξαντε Theocr. 22, 137; – ἄρουραν, πόλιν, plündern, Pind. P. 4, 34; Eur. Hel. 751 Phoen. 1066; aber πόλις μεθ' ἡμέραν μίαν ἐκ μέσης τῆσἙλλάδος ἀνήρπασται Aesch. 3, 133 (vgl. Din. 1, 24) heißt weggetilgt, vgl. 136; ναυτικὴ καὶ πεζὴ στρατιὰ καὶ πόλεις ἄρδην εἰσὶν ἀνηρπασμένοι Dem. 9, 47; Pol. 4, 54; auch von Menschen, gänzlich zu Grunde richten, Dem. 10, 18. 21, 120. 59, 8. – Med. fut., mit sich fortreißen, Her. 8, 28. 9, 59, von einem Alles niederwerfenden Reiterangriff.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρπάζω: μέλλ. -άσω (κατωτέρ. ΙΙΙ.) καὶ -άξω, συχνότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -άσομαι, ἴδε κατωτέρ. ΙΙΙ: ἀόρ. -ήρπασα καὶ -αξα, παρ’ Ὁμήρ. κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου: (ἴδε ἁρπάζω). Κύπτω καὶ ἁρπάζω ἀπὸ τοῦ ἐδάφους, ἐν γαίῃ δ’ ἐπάγη (τὸ ἔγχος)· ἀνὰ δ’ ἤρπασε Παλλὰς Ἀθήνη Ἰλ. Χ. 276· οὕτω Πινδ. ΙΙ. 4. 60, καὶ Ἀττ.: ἀν. τὰ ὅπλα Ξεν. Ἀν. 7. 1, 15: ἐπὶ τοῦ ἡλίου μεταβάλλοντος εἰς ἀτμὸν καὶ ἀνάγοντος τὸ ὕδωρ, ὁ ἥλιος ἀνάγει καὶ ἀναρπάζει τοῦ ὕδατος τό τε λεπτότερον καὶ κουφότατον Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. ΙΙ. ἁρπάζω, ἀπάγω, ὅτε μιν... ἀνήρπασε Φοῖβος Ἰλ. Ι. 564· ἤ μιν ζωὸν ἐόντα μάχης ἄπο δακρυοέσσης θείω ἀναρπάξας Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ Π. 437· τότε δή μιν ἀναρπάξασα θύελλα Ὀδ. Δ. 515, πρβλ. Ε. 419· ἐπὶ δουλεμπόρων, ἀλλά μ’ ἀνήρπαξαν Τάφιοι Ο. 427· οὕτω παρὰ Διοδ., κτλ.: ἀνήρπασέν ποτε ἡ καλλιφεγγὴς Κέφαλον εἰς θεοὺς Ἔως Εὐρ. Ἱππ. 454· ἀν. τοῖς ὄνυξιν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 17· πρβλ. Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 10: - Παθ., φροῦδος ἀναρπασθεὶς Σοφ. Ἠλ. 848: καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς ὡσαύτως, ἀπάγομαι διὰ τῆς βίας, σύρομαι ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων, ἄγομαι εἰς τὴν φυλακήν, Λατ. rapi in jus, δεῖ με ἀνηρπάσθαι 554. 1· πρβλ. 136. 11., 550. 20· ἴδε Βουττμάν. Δημ. Μειδ. ἐν τῷ πίνακι. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, διασώζω, ἀπολυτρώνω, Πλουτ. Πύρρ. 16. ΙΙΙ. κυριεύω ἐξ ἐφόδου, διαρπάζω, λαφυραγωγῶ, σύ... ἀναρπάσεις δόμους Εὐρ. Ἴων 1303· οὕτω καὶ ἐπὶ προσώπων, καταβάλλω, νικῶ ἐξ ἐφόδου, ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Φωκέας Ἡρόδ. 8. 28., 9. 59: - Παθ., ἀνήρπασται πόλις Εὐρ. Φοίν. 1079, Ἑλ. 751, Δημ. 123. 10, Αἰσχίν. 72. 30. ΙV. διαρπάζω, ἁρπάζω καὶ φεύγω, πολλοὺς καὶ πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἀνηρπακότες Ξεν. Ἀν. 1. 3, 14· τρία τάλαντα ἀνηρπάκασι Δημ. 822. 27: - ὡσαύτως, ἐπὶ προαγοραζόντων ἐμπόρευμα χονδρικῶς εἰς χαμηλότατην τιμὴν ὅπως πωλήσωσιν αὐτὸ αἰσχροκερδῶς εἰς ὑπερβολικὴν τιμήν, ὅταν γὰρ μάλιστα σίτου τυγχάνητε δεόμενοι, ἀναρπάζουσιν οὗτοι καὶ οὐκ ἐθέλουσι πωλεῖν Λυσ. κατὰ Σιτοπωλ. 165. 30.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναρπάσω, ao. ἀνήρπασα, pf. ἀνήρπακα;
I. (ἀνά, en haut);
1 entraîner en haut, saisir en enlevant ; ἀνηρπασμένος εἰς θεούς PLUT enlevé au ciel et placé parmi les dieux;
2 enlever en hâte, saisir vivement : τὰ ὅπλα XÉN ses armes;
3 bouleverser de fond en comble, ravager, détruire (une ville);
II. (ἀνά, en arrière) emmener de force, entraîner : τινα ἀπὸ μάχης IL entraîner qqn hors du combat ; ἀν. τι emmener ou emporter du butin ; particul. emmener en esclavage.
Étymologie: ἀνά, ἁρπάζω.

English (Autenrieth)

aor. ἀνήρπαξα and ἀνήρπασα, part. ἀναρπάξᾶς: snatch up, snatch away, esp. of sudden gusts of wind, Od. 4.515.

English (Slater)

ἀναρπάζω
   1 snatch up Ὀλύμπιος ἁγεμὼν θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις ἕκαλος μίχθη (O. 9.58) ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν (P. 4.34)