ἄλσος

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλσος Medium diacritics: ἄλσος Low diacritics: άλσος Capitals: ΑΛΣΟΣ
Transliteration A: álsos Transliteration B: alsos Transliteration C: alsos Beta Code: a)/lsos

English (LSJ)

εος, τό,

   A grove, Il.20.8, Od.10.350: pl., Phanocl.1.3, Theoc. 1.117, etc.    II esp. sacred grove, Od.6.291, Hes.Sc.99, Hdt.5.119, Pl.Lg.761c, etc.:—hence, any hallowed precinct, even without trees, Il.2.506, Sch.Pi.O.3.31, cf. B.3.19, S.Ant.844; Μαραθώνιον ἄ., of the field of battle, viewed as a holy place, A.Eleg.4: metaph., πόντιον ἄ. the ocean-plain, B.16.85, A.Pers.111. (Perh. for ἄλτ-ιος (cf. Ἄλτις), i.e. alq-ios, cf. Goth. alhs 'temple'.)

German (Pape)

[Seite 110] εος, τό (mit ἀλδαίνω verw.), heiliger, einer Gottheit geweihter Hain, ἀγλαὸν ἄλσος Ἀθήνης αἰγείρων Od. 6, 291, κλυτὸν ἄλσος ἱρὸν Ἀθηναίης 321; ῷκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι Φοίβου Ἀπόλλωνος 9, 200; ἄλσεα Περσεφονείης, μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι 10, 509; ἄλσος ὕπο σκιερὸν Ἀπόλλωνος 20, 278; ἀμφὶ δ' ἄρ' αἰγείρων ἦν ἄλσος 17, 208; – ἱερὸν ἄλσος Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes. Sc. 99; θεῶν Soph. O. C. 10, u. öfter Tragg., Pind., Her. Später jeder Hain, Wäldchen, Theocr. 1, 117; Mosch. 3, 3; δένδρων Plat. Legg. XII, 947 c. Auch ganze Städte heißen ἄλσεα des von ihnen besonders verehrten Gottes, Hom. Iliad. 2, 506 Ὀγχηστόν θ' ἱερόν, Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄλσος; Ἄργος Ἰνάχου κόρης ἄλσος Soph. El. 5; Pind. Ol. 3, 19 Διὸς πάνδοκον ἄλσος; πόντιον ἄλσος die (Poseidon) heilige Meeresfläche Aesch. Pers. 111 vgl. Suppl. 848.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλσος: -εος, τό, = δάσος, τόπος κατάφυτος ἐκ δένδρων καὶ χλόης, Ἰλ. Υ. 8, Ὀδ. Κ. 350. ΙΙ. ἰδίως ἱερὸν ἄλσος. Ὀδ. Ζ. 291, Ἡσ. Ἀσπ. 99, Ἡρόδ. 5. 119, Πλάτ., κτλ.: - ἐντεῦθεν = τέμενος, οἱοσδήποτε ἱερὸς τόποςπερίβολος, ἔτι καὶ ἄνευ δένδρων, Ἰλ. Β. 506, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 3. 19· οὕτω Μαραθώνιον ἄλσος, περὶ τοῦ ἐκεῖ πεδίου τῆς μάχης, θεωρουμένου ὡς τόπου ἱεροῦ ἐν ἐπιγράμμ. ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Αἰσχύλ. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 3)· μεταφ., πόντιον ἄλσος, τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, ὠκεάνιος λειμών, Αἰσχύλ. Πέρσ. 111, πρβλ. ἁλίρρυτος, (πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς «ῥίζης, ἐξ ἧς τὰ «ἀλδαίνω, ἀλδήσκω, = τόπος δροσερός, χλοάζων: - κατὰ τὸν Döder] ἐκ τοῦ ἄλλομαι, ὡς τό Λατ. saltus ἐκ τοῦ salio).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 bois, particul. bois sacré;
2 tout emplacement consacré ; πόντιον ἄλσος ESCHL le pré sacré de la mer.
Étymologie: R. Ἀλδ, développement de la R. Ἁλ, nourrir, d’où faire croître, croître.

English (Autenrieth)

εος: grove (lucus), usually with an altar, and sacred to a divinity, Il. 2.506, Od. 6.321.

English (Slater)

ἄλσος
   1 precinct, sanctuary, domain (cf. Strabo, 9. 2. 33, οἱ δὲ ποιηταὶ κοσμοῦσιν, ἄλση καλοῦντες τὰ ἱερὰ πάντα, κἂν ᾖ ψιλά· τοιοῦτόν ἐστι καὶ . . . fr. 51a.; but trees are implied in (O. 8.9), (Pae. 18.2) ) (ἄλσος, -ει, -ος, -ος; -έων, -εα) Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα at Olympia (O. 3.18) ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν temple of Athene in Kamarina (O. 5.10) τεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει temple of Athene in Lindos (O. 7.49) ἀλλὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος πατρὶ μεγίστῳ sanctuary of Zeus at Olympia (O. 10.45) Αἰακιδᾶν τ' εὐερκὲς ἄλσος (O. 13.109) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν (P. 5.89) Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5) ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι of Apollo at Delphi (N. 7.44) γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος at Olympia I. (I. 2.28) τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα (I. 1.57) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων (sc. Ἀπόλλων.) fr. 51a. 4. κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at Delphi Πα. . 1. ὦ Κύπου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ temple of Aphrodite Ourania at Corinth fr. 122. 18. ἐν Τυν] δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄ[λσος (supp. Lobel.) at Argos (Pae. 18.2) cf. Σ. fr. 140a. 13. met., κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (τοὺς οἴκους φησὶ τὸ ἑστάναι ὡς τὰ ἄλση. Σ.) (O. 5.13)

English (Slater)

ἄλσος
   1 precinct, sanctuary, domain (cf. Strabo, 9. 2. 33, οἱ δὲ ποιηταὶ κοσμοῦσιν, ἄλση καλοῦντες τὰ ἱερὰ πάντα, κἂν ᾖ ψιλά· τοιοῦτόν ἐστι καὶ . . . fr. 51a.; but trees are implied in (O. 8.9), (Pae. 18.2) ) (ἄλσος, -ει, -ος, -ος; -έων, -εα) Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα at Olympia (O. 3.18) ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν temple of Athene in Kamarina (O. 5.10) τεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει temple of Athene in Lindos (O. 7.49) ἀλλὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος πατρὶ μεγίστῳ sanctuary of Zeus at Olympia (O. 10.45) Αἰακιδᾶν τ' εὐερκὲς ἄλσος (O. 13.109) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν (P. 5.89) Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5) ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι of Apollo at Delphi (N. 7.44) γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος at Olympia I. (I. 2.28) τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα (I. 1.57) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων (sc. Ἀπόλλων.) fr. 51a. 4. κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at Delphi Πα. . 1. ὦ Κύπου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ temple of Aphrodite Ourania at Corinth fr. 122. 18. ἐν Τυν] δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄ[λσος (supp. Lobel.) at Argos (Pae. 18.2) cf. Σ. fr. 140a. 13. met., κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (τοὺς οἴκους φησὶ τὸ ἑστάναι ὡς τὰ ἄλση. Σ.) (O. 5.13)