Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐδάω

From LSJ
Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐδάω Medium diacritics: αὐδάω Low diacritics: αυδάω Capitals: ΑΥΔΑΩ
Transliteration A: audáō Transliteration B: audaō Transliteration C: avdao Beta Code: au)da/w

English (LSJ)

impf.

   A ηὔδων Il.3.203, Hdt.2.57, S.OT568, etc.: fut.αὐδήσω, Dor.-άσω [ᾱ] Pi.O.1.7, S.OT846; Dor.αὐδασοῦντι APl.4.120 (Archel. or Asclep.): aor. ηὔδησα, Dor. αὔδᾱσα Pi.I.6(5).42, etc.; part. αὐδήσας Il.10.47, Dor. αὐδάσαις Pi.P.4.61; Ion. 3sg. αὐδήσασκε Il.5.786: pf. ηὔδηκα (ἀπ-) Hp.Gland.14:—Pass., impf. ηὐδώμην (v. infr.): aor. part. αὐδηθείς S.Tr.1106, Dor. χὐδαθείς E.Med.174 (lyr.): pf. ηὔδημαι Maiist.3: fut. αὐδηθήσομαι Lyc.630: Ep. pres. 3pl. αὐδώωνται Opp.H.1.776:—also Med., αὐδάομαι, A.Pr.766, Eu.379, S.Ph. 130: impf. ηὐδᾶτο Id.Aj.772: fut. αὐδήσομαι, Dor. αὐδάσομαι Pi.O. 2.101: (αὐδή).    I c. acc. rei,    1 utter sounds, speak, Il.1.92, etc.; τόσον αὐδήσασχ' ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα 5.786; ὣς δέ τις . . αὐδήσασκεν 17.420; αὐδᾶν κραυγήν utter a cry, E.Ion893 (lyr.).    2 speak, say, ὁμοκλήσας ἔπος ηὔδα Il.6.54; αὔδα ὅ τι φρονέεις 18.426; so οὐκ αὐδᾶν ἔσθ' ἃ μηδὲ δρᾶν καλόν S.OT1409; τί τινι Id.OC25:—Med., Id.Ph.130, 852 (lyr.):—Pass., ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτα so 'twas said, Id.OT 731, cf. 527; ὡς ηὐδᾶτ' ἐκεῖib.940.    3 of oracles, utter, proclaim, ib. 392, etc.; οὕστινας κομπεῖς γάμους αὐδᾶν speak out concerning them, A.Pr.948.    4 αὐ. ἀγῶνα sing of a contest, Pi.O.1.7.    5 abs., speak, utter, of the statue of Memnon, Epigr.Gr.988 (Balbilla), al.    II c. acc. pers.,    1 speak to, address, accost, ἀντίον αὐδᾶν τινά Il.3.203, al.; ἔπος τέ μιν ἀντίον ηὔδα 5.170; αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακά E.Hipp.584; call on or invoke a god, Id.HF499,1215.    2 c. acc. et inf., bid, order to do, αὐ. σε χαίρειν Pi.P.4.61, cf. S.OC1630; αὐ. σε μή . . forbid, A.Th.1048, etc.; αὐδῶ τινὶ ποιεῖν E.IT1226; αὐδῶ σιωπᾶν S.OC864; αὐδήσας χαίρειν Epigr.Gr.205.7 (Halic.); αὐδῶ καὖθις ἀπαυδῶ Ar.Ra.369:—Med., S.Aj.772.    3 call by name, λεώς νιν Θετίδειον αὐδᾷ E.Andr.20:—Med., ὅν τε λέοντα αὐδάξαντο Nic.Th.464:—more freq. in Pass., αὐδῶμαι παῖς Ἀχιλλέως S.Ph.240; Ζηνὸς αὐδηθεὶς γόνος Id.Tr.1106; αὐδᾶσθαι νεκρόν Id.Ph.430; κάκιστ' αὐδώμενος most ill reported of, A.Th.678; ὁ παραμασήτης ἐν βροτοῖς αὐδώμενος Alex.236 (paratrag.).    4 mean such an one, E.Hipp. 352.—Never in good Att. Prose.

Greek (Liddell-Scott)

αὐδάω: παρατ. ηὔδων, Ἰλ. Γ. 203, Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. αὐδήσω, Δωρ. -άσω [ᾱ] Πίνδ., Σοφ.: γ΄ πληθ. αὐδασοῦντι Ἀνθ. Πλαν. 120: - ἀόρ. ηὔδησα, Δωρ. αὔδᾱσα Πίνδ., κλ.· μετοχ. αὐδήσας Ἰλ. Κ. 47, Δωρ. αὐδάσαις Πίνδ.· Ἰων. γ' ἑνικ. αὐδήσασκε Ἰλ.: πρκμ. ηὔδηκα (ἀπ-) Ἱππ. 273. 19: - Παθ., παρατ. ηὐδώμην (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ηὐδήθην Σοφ. Τρ. 1106· Δωρ. μετ. αὐδαθεὶς Εὐρ. Μήδ. 175: μέλλ. αὐδηθήσομαι Λυκόφρ. 630: - Ἐπ. γ΄ πληθ. αὐδώωνται Ὀπ. Ἁλ. 1. 776. - Ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ὡς ἀποθ. αὐδάομαι Αἰσχύλ. Πρ. 766, Εὐμ. 380, Σοφ. Φ. 130: παρατ. ηὐδᾶτο ὁ αὐτ. Αἴ. 772: μέλλ. -ήσομαι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 846, Δωρ. -άσομαι Πινδ. Ο. 2. 166· (αὐδή). Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ. 1) λαλῶ, φθέγγομαι, φωνῶ, βοῶ, καὶ τότε δὴ θάρσησε καὶ ηὔδα μάντις ἀμύνων Ἰλ. Α. 92, κτλ.· τόσον αὐδήσασχ’, ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα Ε. 786· ὡς δέ τις αὖ Τρώων μεγαθύμων αὐδήσασκεν Ρ. 420· αὐδᾶν κραυγήν, ἐκβάλλω κραυγήν, Εὐρ. Ἴων 893. 2) ὁμιλῶ, λέγω, ὁμοκλήσας ἔπος ηὔδα Ἰλ. Ζ. 54· αὔδα ὅτι φρονέεις Σ. 426· οὕτως, ἀλλ’ οὐ γὰρ αὐδᾶν ἔσθ’ ἃ μηδὲ ὁρᾶν καλόν Σοφ. Ο. Τ. 1409· πᾶς γάρ τις ηὔδα τοῦτό γ΄, ἡμῖν ἔμπόρων ὁ αὐτ. Ο. Κ. 25· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ὁ αὐτ. Φ. 130, 852: - ὡσαύτως παθητ., ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτα, ἐλέγοντο, Ο. Τ. 731, πρβλ. 527· ὡς ηὐδᾶτ’ ἐκεῖ, αὐτόθι 940. 3) ἐπὶ χρησμῶν, ἐκφωνῶ, διακηρύττω, λέγω, αὐτόθι 392, κτλ.· οὕστινας κομπεῖς γάμους αὐδᾶν, τοὺς γάμους περὶ ὧν κομπάζεις ὅτι θὰ κάμῃς λόγον, Αὐσχύλ. Πρ. 948. 4) ὑμνῶ, ἐξυπνῶ, τὸ Λατ. dicere, μηδ’ Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν Πινδ. Ο. 1. 12. 5) ἀπολ. φθέγγομαι, ἐκπέμπω αὐδήν, ἦχόν, περὶ τοῦ ἀγάλματος τοῦ Μέμνονος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 988. 989. 8, 991. 998. 5, 1000. 7· πρβλ. αὐδὴ ΙΙ. 2, αὐδήεις ΙΙ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., 1) ὁμιλῶ πρός τινα, προσαγορεύω τινά, παρ’ Ὁμ., ἀντίον αὐδᾶν τινα, ὁμιλεῖν πρός τινα, προσαγορεύειν αὐτόν, προσέτι, ἔπος τέ μεν ἀντίον ηὔδα Ἰλ. Ε. 170· αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακὰ Εὐρ. Ἱππ. 584· ἔντεῦθεν ἐπικαλοῦμαι θεὸν τινα, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 499, 1215. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. λέγω, παραγγέλλω, διατάτω νὰ πράξῃ τίς τι, αὐδ. σε χαίρειν Πινδ. ΙΙ. 4. 108, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1630· αὐδ. σε μὴ… ἀπαγορεύω, ὡς τὸ ἀπαυδάω, Αἰσχύλ. Θήβ. 1042, κτλ.· αὐδῶ τινι ποιεῖν Εὐρ. Ι. Τ. 1226· αὐδῶ σιωπᾶν Σοφ. Ο. Κ. 864· αὐδήσας χαίρειν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 205, 7· οὕτω κατὰ μέσ. τύπ., Σοφ. Αἴ. 772. 3) ὀνομάζω, καλῶ, θεσσαλὸς δέ νιν λεὼς θετίδειον αὐδᾷ Εὐρ. Ἀνδρ. 20· συχνότερον ἐν τῷ παθ., αὐδῶμαι παῖς Ἀχιλλέως, καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, Σοφ. Φ. 241· Ζηνὸς αὐδηθεὶς γόνος ὁ αὐτ. Τρ. 1106· κἀνταῦθ’, ἵνα χρῆν ἀντὶ τούτων αὐτὸν αὐδᾶσθαι νεκρόν; ὁ αὐτ. Φ. 430· κἀκιστ’ αὐδώμενος, περὶ οὖ ὑπάρχει ἡ κακίστη φήμη, Αἰσχύλ. Θήβ. 678· ὁ παραμασήτης ἐν βροτοῖς αὐδώμενος Ἄλεξ. ἐν «Τροφωνίῳ» 2. 4) ὡς τὸ λέγειν, Λατ. dicere, θέλων νὰ εἴπω, ἐννοῶ τοῦτον ἢ ἐκεῖνον, Ἱππόλυτον αὐδᾶς; τὸν Ἱππόλυτον θέλεις νὰ εἴπης; Εὐρ. Ἱππ. 352: - τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εὕρηται ἅπαξ μόνον παρ’ Ἡρόδ., ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ Κωμικοῖς (Ἀριστοφ. Βάτρ. 369, Ἄλεξ. ἐν «Τροφωνίῳ» 2) οὐδαμοῦ ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ. Πρβλ. ἀπ-, προσαυδάω, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ηὔδων, f. αὐδήσω, ao. ηὔδησα, pf. inus.
Pass. ao. ηὐδήθην;
I. dire à haute voix : μεγάλα adv. αὐ. OD prononcer des paroles arrogantes ; αὔδα ὅ τι φρονέεις IL, OD dis ce que tu as dans l’esprit ; avec acc. de la pers. à qui l’on parle (mais dans Hom., touj. accompagné de ἀντίον) : τινα ἀντίον αὐ. IL, OD adresser la parole en face à qqn ; avec double rég. à l’acc. : ἔπος τινὰ ἀντίον αὐ. IL dire une parole en face à qqn ; τινά τι αὐ. EUR, τί τινι αὐ. SOPH dire qch à qqn;
II. particul.
1 annoncer en parl. d’un devin, d’un oracle;
2 invoquer (un dieu);
3 appeler d’un nom, nommer;
4 ordonner : τινι ποιεῖν EUR à qqn de faire;
Moy. αὐδάομαι-ῶμαι;
1 dire;
2 ordonner.
Étymologie: αὐδή.

English (Autenrieth)

impf. αὔδᾶ, ipf. 3 sing. ηὔδᾶ, aor. iter. αὐδήσασκε, part. αὐδήσᾶς: speak loud and clear, cf. αὐδή, Στέντορι εἰσαμένη μεγαλήτορι, χαλκεοφώνῳ, | ὃς τόσον αὐδήσασχ' ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα, Il. 5.786; τοῦ δὲ Ποσειδάων μεγάλ ἔκλυεν αὐδήσαντος, ‘heard his loud boastful utterance,’ Od. 4.505 ; ὁμοκλήσᾶς ἔπος ηὔδᾶ, Il. 6.54; often w. acc. in the phrase ἀντίον ηὔδᾶ, ‘addressed.’