σκορπίος

From LSJ
Revision as of 10:31, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπίος Medium diacritics: σκορπίος Low diacritics: σκορπίος Capitals: ΣΚΟΡΠΙΟΣ
Transliteration A: skorpíos Transliteration B: skorpios Transliteration C: skorpios Beta Code: skorpi/os

English (LSJ)

ὁ,

   A scorpion, A.Fr.169, Pl.Euthd.290a, Sammelb.1267.7 (i A.D.), etc.; σ. ὁ χερσαῖος (v. infr. 11) Arist.HA555a23: prov., ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίον φυλάσσεο Praxill.4; ἐν παντὶ σ. φρουρεῖ λίθῳ S. Fr.37; also σκορπίον ὀκτώπουν ἐγείρεις 'let sleeping dogs lie', Hsch.; ὥσπερ ἔχις ἢ σ. ἠρκὼς τὸ κέντρον D.25.52.    II a sea-fish, prob. Scorpaena scrofa, Alex.261.9, Diocl.Fr.135, Arist.HA508b17, Plu.2.977f; used (like the mugilis in Catull.15.19, Juv.10.317) to punish adulterers, Pl.Com.173.21; dub. sens. in LXX 3 Ki.12.11.    III scorpion furze, Genista acanthoclada, Thphr.HP6.1.3, 6.4.1.    2 scorpion root, Doronicum caucasicum, ib.9.13.6.    3 = θηλυφόνον, ib.9.18.2.    IV the constellation Scorpio, Cleostrat.1, Arat.85, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Eratosth.Cat.7.    V an engine of war for discharging arrows, Hero Bel.74.6, Plu.Marc. 15; σκορπίων σωλῆνες IG22.1627.333.    VI a stone, Orph.L.500, cf. 494.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, 1) der Skorpion; Soph. frg. 35; Plat. Euthyd. 290 a; vielleicht verwandt mit σκοροβαῖος, welches Hesych. als gleichbedeutend mit σκάραβος, κάραβος anführt. – 2) ein stachliger Meerfisch, Ath. VII, 320. – 3) eine stachlige Pflanze, Theophr. – 4) eine Kriegsmaschine, Pfeile damit abzuschießen, Plut. Marcell. 15. – 5) eine Haarflechte bei Kindern, = κρωβύλος, Schol. Thuc. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπίος: ὁ, «σκορπιός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Πλάτ., κλπ.· σκ. ὁ χερσαῖος (ἴδε κατωτ. ΙΙ) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 26· - παροιμ., ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίον φυλάσσεο Πράξιλλα 4· ἐν παντὶ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35· ὥσπερ ἔχις ἢ σκ. ἠρκὼς τὸ κέντρον Δημ. 786. 4· ἐν χρήσει πρὸς τιμωρίαν τῶν μοιχῶν, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 21. (Ἴσως συγγενὲς τῷ σκοροβαῖος, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡς ἰσοδύναμον τῷ σκάραβος, κάραβος). ΙΙ. ἀκανθοφόρος θαλάσσιος ἰχθὺς «σκορπιὸς» καὶ νῦν καλούμενος, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 320, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26. ΙΙΙ. ἀκανθῶδές τι φυτόν, ἴσως τὸ Spartium scorpius, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2, κτλ. IV. ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Σκορπίου, Ἄρατ. 85, Ἐρατοσθ. Καταστ. 7, Ἡσύχ. V. πολεμική τις μηχανὴ πρὸς ἐκτόξευσιν βελῶν, Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Börkh Urkunden σ. 411, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 scorpion, insecte ; fig. en parl. d’un homme méchant;
2 p. anal. scorpion, machine de jet de gros calibre.
Étymologie: DELG pê emprunt à une langue méditerr.

Spanish

escorpión, Escorpio