εὐώνυμος

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώνυμος Medium diacritics: εὐώνυμος Low diacritics: ευώνυμος Capitals: ΕΥΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: euṓnymos Transliteration B: euōnymos Transliteration C: evonymos Beta Code: eu)w/numos

English (LSJ)

(A), ον, (ὄνομα)

   A of good name, honoured, Hes.Th.409, Pi.O.2.7, etc.; εὐ. χάρις the honour of a good name, Id.P.11.58; δίκη . . μὴ εὐ. not creditable, Pl.Lg. 754e.    2 expressed in well-chosen terms, λόγος Luc.Lex.1.    II having an auspicious name or sound, ἀριστοκρατία Pl.Plt.302d; πρόσρημα D.C.52.4.    2 prosperous, fortunate, δίκα, πόδες, Pi.N. 7.48, 8.47, cf. Eust.895.37.    3 epith. of Artemis, Ἀρχ. Ἐφ. 1914.20 (Gonni, iv/iii B.C.).    III euphem. (like ἀριστερός) for left, on the left hand (because bad omens came from the left), ὠλένη εὐ. S.Tr.926; ἐξ εὐωνύμου χειρός Hdt.7.109; ἐξ εὐωνύμου (sc. χειρός) Id.1.72; κατὰ τὰ εὐ. X.Lac.11.10; εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Arist.PA 666b7; ἐπὶ τὰ εὐ. ἀνακλίνεσθαι Id.HA498a11; ἐξ -ωνύμων Ev.Matt. 20.21; as military term, τὸ εὐ. κέρας Hdt.6.111, Th.5.67, etc.; τὸ εὐ. (without κέρας) Th.4.96.    2 euphem. of bad omens, opp.οἱ δεξιοὶ φύσιν, A.Pr.490, cf.SIG1167.3 (Ephesus, vi/v B. C.).    3 Astron., southerly, Cleom.1.1.
εὐώνυμ-ος (B), ἡ,

   A spindle-tree, Euonymus europaeus, Plin.HN13.118; τὸ εὐ. δένδρον Thphr.HP3.18.13.

German (Pape)

[Seite 1111] mit gutem Namen, berühmt, geehrt; Ἀστερίη Hes. Th. 409; πάτρα, πατέρες, Pind. N. 7, 85 Ol. 2, 8; Ἀθῆναι N. 4, 19; auch πόδες, die im Wettlaufe den Sieg davon getragen haben, 8, 47; χάρις, rühmliches Lob, P. 11, 58; ἀριστοκρατία Plat. Polit. 302 d; καὶ καλὴ δίκη, im Ggstz von αἰσχρά, ehrenvoll, Legg. VI, 754 e. Geziert sagt Luc. Leziph. 1 λόγος εὐών., reich an schönen Namen. – Mit einem Namen von guter Vorbedeutung, ἡ ἰσονομία τό τε πρόσρημα εὐώνυμον καὶ τὸ ἔργον δικαιότατον ἔχει D. Cass. 52, 4; vgl. auch die Stellen des Plat. – Dah. euphemistischer Ausdruck für links (denn ἀριστερός hatte eine üble Vorbedeutung, u. man suchte daher dies Wort zu vermeiden), sowohl bei den Tragg., neben δεξιός Aesch. Prom. 488, ὠλένη Soph. Tr. 922, als in Prosa, Plat. Legg. VI, 760 d; häufiger bei Her., 7, 109; bes. Thuc. u. Xen. in der Bezeichnung des linken Flügels, τὸ εὐώνυμον κέρας u. τὸ εὐών. allein, u. so auch Sp.; – ἡ εὐώνυμος, der Spindelbaum, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων καλὸν ὄνομα, ἔντιμος, Ἡσ. Θ. 409, Πινδ. Ο. 2. 12, κλ.· εὐώνυμος χάρις, ἡ τιμὴ καλοῦ ὀνόματος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 90· δίκη… μὴ εὐώνυμος, οὐχὶ ἔντιμος, Πλάτ. Νόμ. 754Ε. 2) ἐπὶ καλοῦ οἰωνοῦ, εὐοίωνος, Λατιν. bone ominatus, ἀντίθετον τῷ δυσώνυμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302D, Δίων Κ. 52. 4. 3) εὐτυχής, Πίνδ. 7. 70., 8. 80· πρβλ. Εὐστ. 852. 5. ΙΙ. εὐφημιστικῶς ἀντὶ ἀριστερός, (διότι οἱ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, πρβλ. δεξιός, εὔξεινος, εὔφημος καὶ ἀριστερός), λύει τὸν αὑτῆς πέπλον… ἐκ δ’ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ’ εὐώνυμον Σοφ. Τρ. 926· ἐξ εὐωνύμου χειρὸς Ἡρόδ. 7. 109· ἐξ εὐωνύμου (ἐξυπ. χειρὸς) ὁ αὐτ. 1. 72· κατὰ τὰ εὐ. Ξεν. Λακ. 11, 10· εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 19· ἐπὶ τὰ εὐ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ εὐώνυμον κέρας Ἡρόδ. 6. 111, Θουκ. 5. 67, Ξεν., κλ. τὸ εὐώνυμον (ἄνευ τοῦ κέρας) Θουκ. 4. 96· ἐπὶ οἰωνῶν, ἀντίθετον τῷ οἱ δεξιοὶ φύσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 490. ΙΙΙ. ὡς ὄν. κύρ., «Εὐώνυμον· καὶ δῆμος φυλῆς τῆς Ἐρεχθηΐδος»

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui a un beau nom :
1 au nom respecté ou honoré;
2 qui a un nom de bon augure ; d’où par antiphrase, pour ἀριστερός ou σκαιός, placé à gauche : ἐξ εὐωνύμου χειρός HDT ou simpl. ἐξ εὐωνύμου à main gauche, à gauche ; κατὰ τὰ εὐώνυμα vers la gauche, sur la gauche ; τὸ εὐώνυμον κέρας (ou simpl.) τὸ εὐώνυμον l’aile gauche;
II. rempli de beaux mots.
Étymologie: εὖ, ὄνομα.

English (Slater)

εὐώνυμος, -ον (-ῳ, -ον; -ων.)
   1 of glorious name, honoured (Θήρωνα) εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν (O. 2.7) γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών i. e. consisting in a good name (P. 11.58) λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ' Ἀθανᾶν (N. 4.19) εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει as regards their right to a good name (N. 7.48) Αἰακόν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ (N. 7.85) ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (i. e. νικηφόρων. Σ.) (N. 8.47) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι πάτραν τ' εὐώνυμον ἐστεφάνωσαν (N. 11.20)

English (Strong)

from εὖ and ὄνομα; properly, well-named (good-omened), i.e. the left (which was the lucky side among the pagan Greeks); neuter as adverbial, at the left hand: (on the) left.