κατέρχομαι

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέρχομαι Medium diacritics: κατέρχομαι Low diacritics: κατέρχομαι Capitals: ΚΑΤΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: katérchomai Transliteration B: katerchomai Transliteration C: katerchomai Beta Code: kate/rxomai

English (LSJ)

fut.

   A κατελεύσομαι Od.1.303, Hdt.5.125, Arr.An.6.12.3 (but in good Att. κάτειμι, as also κατῄειν is always used for the impf.): aor. κατήλῠθον or κατῆλθον, inf. κατελθεῖν; Dor. subj. κατένθῃ Berl.Sitzb.1927.165 (Cyrene); Arc. part. κατενθών, pf. part. κατηνθηκώς, v. καθέρπω 11: pf. κατελήλυθα SIG675.24 (ii B.C.):—go down, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il.20.125, etc.; τιν' ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος . . κατελθέμεν 6.109; go down to the grave, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε, ib. 284, 7.330; εἰς Ἅιδου E.HF1101, etc.: rarely c. acc., τίς . . σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν; Ar.Fr.149.2 (parod.); from high land to the coast, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od.1.303; from country to town, 11.188; down the Nile, εἰς Ἀλεξάνδρειαν PLille3.80(iii B.C.), etc.    2 of things, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης by the descending rock, Od.9.484, 541; of a river, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων comes down in flood, Hdt.2.19; κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Th.4.75.    3 κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Lat. descendere in certamen, S.E.M.7.324.    4 c. acc., come to a place, ὑμέτερον δῶ Od.24.115; ἀφθονία κατελήλυθε τὴν πόλιν Lyd.Mag.3.76.    5 of property, pass to, PRein.42.28 (i/ii A.D.), POxy.1704.5(iii A.D.).    II come back, return, esp. come back from exile, Hdt.4.4, al., A.Ag.1647, Ch.3, Eu.462, S.OC601, Ar.Ra.1165, 1167, Pl.Ap.21a, OGI90.20 (Rosetta, ii B.C.), etc.; φυγὰς κατελθών S.Ant.200; ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν E.IT39: in pass. sense, ὑπ' ὀλιγαρχίας κατελθεῖν to be brought back by... Th.8.68; cf. κάτειμι 11, καθέρπω 11.

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ἔρχομαι), 1) herabkommen, herabsteigen; πάντες δ' Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il. 20, 125; ἐξ οὐρανοῦ 6, 109; in die Unterwelt hinabsteigen, Ἄϊδος εἴσω 6, 128, ψυχαὶ δ' ἄϊδόσδε κατῆλθον 7, 330; so Eur. Herc. Fur. 1101; zum Meeresstrande, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od. 1, 303, öfter; nach der niedriger liegenden Stadt, 11, 188; von leblosen Dingen, herabkommen, -fallen, κατερχομένης πέτρης 9, 484. 541; von Flüssen, κατέρχεται ὁ Νεῖλος Her. 1, 19; – εἰς ἀγῶνα, in certamen descendere, S. Emp. adv. math. 7, 324. – 2) zurückkommen, bes. von den Verbannten, in die Heimath zurückkehren; ἐς πόλιν Aesch. Spt. 980, vgl. Ch. 3; ἥκω γὰρ εἰς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι Eum. 440; φυγὰς κατελθών Soph. Ant. 200, vgl. O. C. 607; εἴ κως κατέλθοιεν εἰς τὴν ἑαυτῶν Her. 5, 30; häufig bei Thuc., Xen. u. den Rednern, wie Sp. Vgl. κάτειμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέρχομαι: μέλλ. κατελεύσομαι (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. κάτειμι, ὡς καὶ τὸ κατῄειν εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)˙ ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν˙ ἀποθ. καταβαίνω, Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.˙ τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109˙ καταβαίνω εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε αὐτόθι 284., Η. 330˙ εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2˙- ὡσαύτως ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ πόλινδε κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ θάλασσα, ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541˙ ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19˙ κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως ἐπανέρχομαι ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.˙ φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200˙ ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39˙ ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63˙ ἴδε κάτειμι.

French (Bailly abrégé)

f. κάτειμι, ao.2 κατῆλθον;
I. descendre ; particul.
1 dans les enfers : Ἄϊδος εἴσω IL, Ἀϊδόσδε IL chez Hadès;
2 de l’intérieur du pays à la côte : ἐπὶ νῆα OD pour s’embarquer;
3 de la campagne à la ville, descendre en ville;
4 fig. en parl. de choses tomber en pente en parl. d’un rocher ; en parl d’un fleuve. s’écouler, etc.
II. revenir, particul. revenir d’exil ; au sens Pass. être ramené d’exil : ὑπό τινος par qqn;
III. c. κατατρέχω fondre sur, attaquer.
Étymologie: κατά, ἔρχομαι.

English (Autenrieth)

fut. κατελεύσομαι, aor. κατήλυθον, inf. κατελθέμεν: come or go down, come in some definite direction, as from country to town, home, from high sea to harbor, etc.; πέτρη, ‘descending,’ Od. 9.484.

English (Strong)

from κατά and ἔρχομαι (including its alternate); to come (or go) down (literally or figuratively): come (down), depart, descend, go down, land.