περιάγω
English (LSJ)
[ᾰ], fut. -άξω Men.532.13, etc. :—
A lead or draw round, Hdt.1.30, al.; τὰ φορτία ἐν βάρισι περὶ τὸ Δέλτα Id.2.179; π. τινὰς ἐν ἁμάξῃσι κειμένους Id.4.73 : c. acc. loci, περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ (sc. τὴν παρθένον) ib.180 (s.v.l.), cf. Men. l. c.; carry about for sale, Pl.Prt. 313d:—Med., lead round with one, ἐλέφαντα Epin.2.4. b cause to revolve, ψυχὴ π. πάντα Pl.Lg.898d, cf. Plot.5.1.2 :—Pass., rotate, οἷον τροχοῦ περιαγομένου Pl.Ti.79b. 2 lead about with one, have always by one, X.Cyr.2.2.28, cf. 1.3.3 :—more freq. in Med., ἀκολούθους πολλοὺς περιάγεσθαι Id.Mem.1.7.2, cf. Theopomp.Hist.89 (a), Posidon.7 J., etc. b metaph., lead round and round, perplex, τὼ θεώ με περιάγουσιν, ὥστε . . And.1.113 (s.v.l.), cf. Luc.Nigr.8 :—Pass., περιαγόμενος τῷ λόγῳ Pl.La.187e. 3 turn round, turn about, τὴν κεφαλήν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα, Ar.Pax682, Av.176, Pl.R.515c, cf. Hp.Art. 18; τινὰ πρὸς τἀριστερά E.Cyc.686 (s.v.l.); μύλην Poll.7.180; π. τὴν σκυταλίδα twist it round in order to tighten a noose, Hdt.4.60; τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν καὶ δήσας twisting back the hands behind the back, Lys.1.25 ; simply π. τὼ χεῖρε D.H.6.82 :—Pass., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Philostr.Her.10.7; so prob. περιαχθείς alone, π. κρεμήσεται PCair.Zen.202.9 (iii B. C.). 4 pass round, τὸ περιαγόμενον ποτήριον Ath.10.420a, etc., cf. Hld.3.11. 5 protract, ἐς ὥραν τινά Luc.Merc. Cond.31. 6 bring round to... [τὴν πολιτείαν] πάλιν εἰς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Arist.Pol.1265a4; εἰς αὑτὸν τὴν ἀρχήν Hdn.4.3.1 :—Pass., π. εἰς ὁμόνοιαν Id.3.15.7 ; εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην, Luc.Nigr.5, J.AJ5.2.8. 7 Rhet., round a period, etc., περίοδος, σύνθεσις περιηγμένη, Demetr.Eloc.19, 30. II intr., come round, πάλιν κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχήν Arist.Mete.356a8; περιφερομένης καὶ περιαγούσης Epicur.Nat. 11.2. 2 c. acc. loci, go round, π. τὴν ἐσχατιάν D.42.5; π. τὰς πόλεις Ev.Matt.9.35, cf. 4.23, etc.
German (Pape)
[Seite 567] (s. ἄγω), herumführen; περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερά, Eur. Cycl. 682; περιάγειν τὴν κεφαλήν, Ar. Pax 665, wie τὸν αὐχένα Plat. Rep. VII, 515 c; περιῆγε τὸν ἵππον ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ, Her. 3, 85, vgl. 4, 73; u. mit dem accus. des Ortes. περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ, 4, 180; οἷον τροχοῦ περιαγομένου, Plat. Tim. 79 b, oft; auch οἱ τὰ μαθήματα περιάγοντες κατὰ τὰς πόλεις, Prot. 313 d; Folgde; τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγεν, Xen. Ages. 1, 15, u. oft; περιάγειν τὼ χεῖρε, beide Hände herum und auf den Rücken drehen, um sie zu binden, Lys. 1, 25; Long. 2, 14; pass., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε, Jac. Philostr. imagg. 464. – Intr. sich herumtreiben, gaffend umhergehen, N. T., z. B. περιῆγε τὰς πόλεις, Matth. 9, 35; vgl. Dem. 42, 5 περιαγαγὼν τὴν ἐσχατιάν. – Med. mit sich herumführen, immer bei sich haben, Xen. Cyr. 2, 2, 28 Mem. 1, 7, 2, u. öfter bei Ath. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιάγω: μέλλ. -ξω, ἄγω, ὁδηγῶ περί τι, τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυροὺς Ἡρόδ. 1. 30., 2. 179, κ. ἀλλ.· περιάγουσι (αὐτοὺς) κατὰ τοὺς φίλους ἐν ἀμάξῃσι 4. 73· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τόπου, παρθένον ... κοσμήσαντες ... καὶ ἐπ’ ἅρμα ἀναβιβάσαντες περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ αὐτόθι 180. - Μέσ., περιάγω, περιφέρω τι, ἐλέφαντα περιάγει (ἦν δ’ ὁ ἐλέφας εἶδος ποτηρίου) Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 4. - Παθ., περιστρέφομαι, οἷον τροχοῦ περιαγομένου Πλάτ. Τίμ. 79Β. 2) ἄγω τινὰ μετ’ ἐμοῦ ὅπου καὶ ἂν ὑπάγω, περιάγεις τοῦτο τὸ μειράκιον...; Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28, πρβλ. 1. 3, 3· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περιάγεσθαι πολλοὺς ἀκολούθους ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 7, 2, κτλ.· ἰδίως, ἄγω κύκλω, περιπλέκω, εἰς δυσκολίαν ἐμβάλλω, ὅτι αὐτώ με τὼ θεὼ περιαγάγοιεν (νῦν παραγάγοιεν) ὥστε ... Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 1, 113, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 8. 3) περιφέρω, περιστρέφω, τὴν κεφαλὴν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 682, Ὄρν. 186, Πλάτ. Πολ. 315C· περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερὰ (περιάγου κεῖσε Nauck) Εὐρ. Κύκλ. 686· πρβλ. μύλη· - π. τὴν σκυταλίδα περιστρέφειν, ἔπειτα βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα (τοῦ ἱρηΐου)· σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει Ἡρόδ. 4. 60· περιάγειν τῶ χεῖρε εἰς τοὔπισθεν, περιστρέφειν τὰς χεῖρας εἰς τὰ ὀπίσω, τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν καὶ δήσας ἠρώτων Λυσ. ὑπὲρ Ἐρατοσθ. φόνου 94, 10, (σ. 5, 26 ἔκδ. Westermann)· ἢ ἁπλῶς π. τὼ χεῖρε Διον. Ἁλ. 6. 82· οὕτως ἐν τῷ παθ., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Φιλόστρ. 714. 4) περιφέρω, δίδω ὁλόγυρα, τὸ ποτήριον Ἀθήν. 420Α, κτλ., πρβλ. Bergler εἰς Ἀλκίφρ. 1. 22. 5) ἀναβάλλω, ἐς ὥραν τινὰ Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31. 6) φέρω εἰς …, τὴν πολιτείαν πρὸς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 4· τὴν ἀρχὴν εἰς αὐτὸν Ἡρῳδιαν. 4. 3, 2· - Παθ., π. εἰς ὁμόνοιαν ὁ αὐτ. 3. 15· εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην Λουκ. Νιγρ. 5, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔρχομαι ὁλόγυρα, καταντῶ, πάλιν κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, 2) μετ’ αἰτ. τόπου, ὑπάγω ὁλόγυρα, περιέρχομαι, π. τὴν ἐσχατιὰν Δημ. 1040. 14· π. τὰς πόλεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ´, 35, πρβλ. δ´, 23, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 conduire autour, promener autour : τὸν ἵππον ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ HDT conduire ou promener le cheval tout auprès autour de la jument ; avec l’acc. du lieu : λίμνην κύκλῳ HDT conduire autour d’un lac;
2 faire tourner τινά, qqn ; τῶ χεῖρε LYS amener les mains derrière le dos (pour les lier);
3 emmener à ses côtés, avec soi, acc.;
4 détourner, fourvoyer à force de paroles, acc.;
5 différer, reculer, acc.;
Moy. περιάγομαι emmener avec soi tout autour, avoir toujours auprès de soi, acc..
Étymologie: περί, ἄγω.
English (Strong)
from περί and ἄγω; to take around (as a companion); reflexively, to walk around: compass, go (round) about, lead about.