φήμη

From LSJ
Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φήμη Medium diacritics: φήμη Low diacritics: φήμη Capitals: ΦΗΜΗ
Transliteration A: phḗmē Transliteration B: phēmē Transliteration C: fimi Beta Code: fh/mh

English (LSJ)

ἡ, Aeol. and Dor. φάμα, Sapph.Supp.20

   A a.12, Pi.O.7.10; pseudo-Dor. φήμα B.5.194, al., Isyll.80: (φημί).    I utterance prompted by the gods, significant or prophetic saying, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός Od.2.35, ubi v. Sch.; in the prayer of Odysseus to Zeus, φήμην τίς μοι φάσθω Od.20.100; folld. by φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρίς ib. 105; φ. and κλεηδών are interchanged, Hdt. 5.72, cf. S.El.1109 sq.; φ. about a τέρας, Hdt.3.153; εἴτε του θεῶν φήμην ἀκούσας εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσθα S.OT43, cf. 86,475(lyr.); τοῦ ὀνείρου ἡ φ. the message of the dream, Hdt.1.43; φ. μαντικαί S.OT 723; φ. θεσφάτων Id.Tr.1150; μάντεων φῆμαι E.Hipp.1056. cf. Ion 180 (lyr.); φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη Id.Hel.820; φήμας τε καὶ μαντείας Pl.Phd.111b, cf. Isoc.9.21; φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X. Smp.4.48, cf. Cyr.8.7.3, etc.; φήμης ἕνεκα ominis causa, Pl.Lg.878a, cf. 908a; τῇ πόλει (sc. Aquileia) ἀετὸς οἴκιζομένῃ τὴν αὑτοῦ φ. χαρίζεται Jul.Or.2.72a; hence, comically, φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστί Ar.Av.720; φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, Id.V.865 (anap.).    2 report, rumour, usu. of uncertain and mysterious origin, φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή Hes.Op.763, cf. Aeschin.1.128 (citing φήμη δ' ἐς στρατὸν ἦλθε as from Il.); Φήμης βωμός Sch. ad loc., Paus.1.17.1; common report, opp. συκοφαντία, Aeschin.2.145; φάμα δ' ἦλθε κατὰ πτόλιν Sapph. l. c.; ἄμβροτε Φ. S.OT158 (lyr.); φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Hdt.9.100; φ. δημόθρους A.Ag.938; τίν' ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ar.Eq.1320 (anap.); φ. ὑπορρεῖ Pl.Lg.672b; φήμην κατασκεδάσαι Id.Ap.18c.    3 report of a man's character, repute, δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι—ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι Hes.Op.760; ὑποδεέστερα τῆς φ. Th.1.11; περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον . . καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Aeschin.1.127; τοιαύτην φ. σαυτῇ περιφυομένην Isoc.5.78: pl., ἐπιφέρειν γυναικείους ἑαυτοῖς φήμας Pl.Lg.935a; ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Antiph.105:—esp. of good report, fame, περιχαρὴς τῇ φ. Hdt. 1.31; κατὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Isoc.5.134, cf. 4.186; ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10: but also φ. πονηραί A.Ch.1045; αἰσχρὰ φ., opp. καλὴ δόξα, Isoc. 1.43; ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατὰ θεῶν Pl.Lg.822c, cf. R.463d.    4 φᾶμαι songs of praise, Pi.P.2.16; φάμα φιλοφόρμιγξ A.Supp.697 (lyr.), cf. Th.866 (anap.).    II any voice or words, speech, saying, λόγων φ. poet. periphr. for λόγοι, S.Ph.846 (lyr.); esp. common report, tradition, legend, ἀλλ' ἔστι φήμη . . A.Supp.760; πολιαὶ φῆμαι E.El.701 (lyr.), cf. Pl.Phlb.16c, Lg.713c; αἱ ἀρχαῖαι φ. Plb.12.3.2; μνήμην παρὰ τῆς φήμης λαβών Lys.2.3.    b common report or parlance, Chrysipp.Stoic.2.242; ὅσους ἡ κοινὴ φ. παραδέδωκεν [θεούς] Phld.Piet.17.    2 message, A.Ch.741, S.El.1155, E.Hipp.158 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1267] ἡ, dor. φάμα, 1) omen, eine göttliche Stimme, ein Laut, worin sich ohne die Absicht des Urhebers der Wille der Götter kund zu thun, oder eine Andeutung von zukünftigen Dingen enthalten zu sein scheint, also eine ahnungsvolle, vorbedeutende Stimme; so Od. 2, 35, wo der alte Aegyptios gesagt hat, in Beziehung auf den ihm unbekannten Veranlasser der Versammlung, εἴθε οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅ, τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ, heißt es vom Telemach, der es auf sich bezieht, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός; Od. 20, 100 sagt Odysseus φήμην τίς μοι φάσθω ἐγειρομένων ἀνθρώπων ἔνδοθεν, welche Stimme v. 105 ff. ihm zu Theil wird; Soph. εἴτε του θεῶν φήμην ἀκούσας, εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσθά που, O. R. 43, vgl. 86. 475; φῆμαι μαντικαί 723; also auch Verkündigung durch Orakel, Vogel- u. Opferzeichen, Träume u. vgl.; βληθεὶς ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην Her. 1, 43, vgl. 3, 153. 5, 72; μάντεων φήμας ἐλέγξας Eur. Hipp. 1056; τοὺς θεῶν ἀγγέλλοντας φήμας θνατοῖς Ion 180; Plat. κατά τινα μαντείας φήμην Legg. VII, 792 d, φήμας τε καὶ μαντείας καὶ αἰσθήσεις τῶν θεῶν γίγνεσθαι αὐτοῖς Phaed. 111 b, und oft; Vorbedeutung, Legg. IX, 878 a. – 2) Rede, Gerede, Gerücht, Ruf, Meinung, in der man steht; Hes. O. 765; φᾶμαι ἀγαθαί Pind. Ol. 7, 10; P. 2, 16 u. öfter; ἀλλ' ἔστι φήμη τοὺς λύκους κρείσσους κυνῶν εἶναι, es ist eine weit verbreitete Rede, Aesch. Suppl. 741; φήμη γε μέντοι δημόθρο υς μέγα σθένει Ag. 912; auch Gesang, Suppl. 678; Botschaft, Nachricht, φήμας λάθρᾳ προὔπεμπες Soph. El. 1144; lr. 203; φήμη τις φύλαξιν ἐμπέπτωκεν Eur. Rhes. 656; φήμ η ἀγαθή Ar. Equ. 1317 Vesp. 864; φήμης ὑπ οδεέστερα, von dem das Gerücht übertrieben ist, Thuc. 1, 11; τοῦτο ἕξει ὅπ ῃ ἂν αὐτὸ ἡ φήμη ἀγάγῃ Plat. Rep. III, 415 ü; οὐ γὰρ δήπ ου σοῦ γε τοσα ύτη φήμη τε καὶ λόγος γέγονεν Apol. 20 c, u. oft; τὴν φήμ ην, ήν προσεποιήσω Aesch. 2, 166.

Greek (Liddell-Scott)

φήμη: ἡ, Δωρ. φάμα, ἐντεῦθεν τὸ Λατιν. fama· (φημί, ἴδε ἐν λέξει φάω)· ― κυρίως φωνὴ ἢ λόγος ἀγνώστου πηγῆς, ὅθεν (κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς ἰδέας): Ι. φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, προφητικὴ φωνή, ὡς φάτο, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός, «τῇ κληδόνι, τῇ μαντείᾳ. λέγει δὲ τὸν λόγον τοῦ Αἰγυπτίου, ὃν ὡς μαντείαν ἐκδεξάμενος ὁ Τηλέμαχος ἐχάρη οἰωνιζόμενος ἐκ τούτου, ὅτι τὰ κατὰ σκοπὸν αὐτῷ πάντα εἰς τέλος ἀχθήσεται» (Σχόλ.). ― Κατ’ Εὐστάθ.: «ἔστι δὲ φήμη λόγος δηλωτικὸς μέλλοντος ἐξ αὐτομάτου λαλούμενος. καὶ τοίνυν τὴν τοιαύτην φήμην τοῦ γέροντος εἰς ἀγαθὸν δεξάμενος οἰωνόν, ἀνέστη δημηγορήσων» εἰς Ὀδ. Β. 35· οὕτως ἐν ᾧ ὁ Ὀδυσσεὺς εὔχεται εἰς τὸν Δία λέγων, φήμην τίς μοι φάσθω Ὀδ. Υ. 100, γίνεται εἰς ἀπόκρισιν τῆς εὐχῆς βροντὴ (102). καὶ αὕτη ἑρμηνεύεται ἐκ τῶν τυχαίων λόγων γυναικός, φήμην... γυνὴ προέηκεν ἀλετρὶς 105-119· τὸ αὐτὸ λέγεται καὶ σῆμα 111· κλεηδὼν 120· οὕτω φήμη καὶ κλεηδὼν ἐναλλάσσονται, Ἡρόδ. 5. 72, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1109 κἑξ.· φήμη καὶ τέρας, Ἡρόδ. 3. 153· ― ἐντεῦθεν, χρησμός, προφητεία, οἰωνός, εἴτε τοῦ θεῶν φήμην ἀκούσας, εἴτ’ ἀπ’ ἀνδρὸς Σοφ. Ο. Τ. 43, πρβλ. 86, 475, κλπ.· τοῦ ὀνείρου ἡ φ., ἡ ἐκ τοῦ ὀνείρου πρόρρησις, Ἡρόδ. 1. 43· φ. μαντικαὶ Σοφ. Ο. Τ. 723· φ. θεσφάτων ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 1150· μάντεων φῆμαι Εὐρ. Ἱππ. 1056, πρβλ. Ἴωνα 180· φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 820· φήμας τε καὶ μαντείας Πλάτ. Φαίδων 111C, πρβλ. Ἰσοκρ. 193Α· φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνοὺς Ξεν. Συμπ. 4. 48, πρβλ. Κύρ. 8. 7, 3, κλπ.· φήμης ἕνεκα, ominus causa, Πλάτ. Νόμ. 878Α, πρβλ. 908Α· ― ἐντεῦθεν κωμικῶς, φήμη γ’ ὑμῖν ὄρνις ἐστὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 720· φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 824. 2) λόγος διαδεδομένος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἀείποτε ἐν σχέσει πρὸς ἄγνωστόν τινα ἢ ἄδηλον μυστηριώδη ἀρχήν, φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεὸς νὺ τίς ἐστι καὶ αὐτὴ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 760· (τὸ χωρίον τοῦτο μνημονεύει καὶ ἐξηγεῖται ὁ Αἰσχίν. 18. 10-20, ἔνθα μνημονεύει τὸ φήμη δ’ ἐς στρατὸν ἦλθε, ὡς ἐκ τῆς Ἰλιάδος)· ― ἐντεῦθεν ἐθεσπίσθη ἡ Φήμη καὶ ἔσχε βωμούς, Αἰσχίν. ἔνθ’ ἀνωτ. (μετὰ τοῦ Σχολ.), Παυσ. 1. 17. 1, Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 158· οὕτω, φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Ἡρόδ. 9. 100· περιχαρὴς τῇ φήμῃ ὁ αὐτ. 1. 31· φ. δημόθρους Αἰσχύλ. Ἀγ. 938· τίν’ ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320· ὑποδεεστέρα τῆς φήμης, κατωτέρα τῆς φήμης, ἧττον σπουδαία ἢ ὅσον ἐφημίζετο, Θουκ. 1. 11· καὶ σοῦ γ’ ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Ἀντιφάνης ἐν «Θαμύρᾳ» 1· φ. ὑπορρεῖ Πλάτ. Νόμ. 672Β· φήμην τινὰ κατασκεδάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 18C. 3) ὁ λόγος περί τινος ἀνθρώπου καὶ τοῦ χαρακτῆρος αὐτοῦ, δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι ῥεῖα μάλ’, ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ’ ἀποθέσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 758· περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον... καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Αἰσχίν. 18. 7· φ. περιφύεταί τινι Ἰσοκρ. 97Ε· ἐπιφέρειν γυναικείους ἑαυτοῖς φήμας Πλάτ. Νόμ. 935Α· ― μάλιστα δὲ ἐπὶ ἀγαθῆς φήμης, Ἡρόδ. 1. 31· κατὰ τὴν εὐδοξίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Πλάτ. Νόμ. 109C, πρβλ. 80Α· ἀγαθαὶ φᾶμαι Πινδ. Ο. 7. 18, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320· ὡσαύτως, φ. πονηραὶ Αἰσχύλ. Χο. 1045· φ. αἰσχρά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καλὴ δόξα, Ἰσοκρ. 11C· ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατά τινος Πλάτ. Νόμ. 822C, πρβλ. Πολ. 463D. 4) φᾶμαι, ἐπαινετικοὶ ὕμνοι. Πινδ. Π. 2. 28· οὕτω, φάμα φιλοφόρμιγξ Αἰσχύλ. Ἱκ. 697, πρβλ. Θήβ. 866, καὶ ἴδε Φήμιος. ΙΙ. πᾶν εἶδος λόγου, πᾶσα φωνή, λόγος, λεγόμενον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 938, Χο. 1045· λόγων φήμη, ποιητικ. περιφρ. ἀντὶ λόγοι, Σοφ. Φιλ. 846· ― μάλιστα κοινὸς λόγος, «παράδοσις», μῦθος, ἀλλ’ ἔστι φήμη... Αἰσχύλ. Ἱκ. 760· πολιαὶ φῆμαι Εὐρ. Ἠλ. 701, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 16C, Νόμ. 713C, κλπ.· παρὰ φήμης μνήμην λαβὼν Λυσίας 190. 30. 2) ἀγγελία, παραγγελία, Αἰσχύλ. Χο. 741, Σοφ. Ἠλ. 1155, Εὐρ. Ἱππόλ. 158· λόγων φ. Σοφ. Φιλ. 846. ― Περὶ τῆς λέξεως ἴδε Wytt. ad Jul. σ. 150 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. propr. ce qui est montré, d’où divulgation, révélation par la parole ou par signe, càd avertissement des dieux, auspice, présage ; particul. oracle : φήμη θεῶν SOPH oracle des dieux ; au plur. φῆμαι μαντικαί SOPH avertissements de l’oracle;
II. ce qui est annoncé par la parole, d’où
1 bruit, rumeur, nouvelle;
2 réputation, opinion sur le caractère d’une personne (bonne réputation, mauvais renom);
3 tradition, légende;
4 dicton, proverbe;
5 message;
6 louange, éloge ; gloire, renommée.
Étymologie: R. Φα, briller ; cf. φημί.

English (Autenrieth)

ominous or prophetic utterance, voice, omen, Od. 20.100, Od. 2.35.

Spanish

profecía, augurio

English (Strong)

from φημί; a saying, i.e. rumor ("fame"): fame.