ἀνακρίνω

From LSJ
Revision as of 17:59, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακρίνω Medium diacritics: ἀνακρίνω Low diacritics: ανακρίνω Capitals: ΑΝΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: anakrínō Transliteration B: anakrinō Transliteration C: anakrino Beta Code: a)nakri/nw

English (LSJ)

   A examine closely, interrogate, esp. judicially, Παυσανίαν Th.1.95, cf. Antipho 2.1.9, Pl.Smp.201e; ἀ. τινὰ πόθεν ζῇ Diph.32.3; sound a person, LXX 1 Ki.20.12.    2 inquire into, ἀ. τοὺς ἐργασαμένους Antipho 2.3.2; τὴν [αἰτίαν] Phld.Po.994 Fr.21, cf. Lib. p.21 O.:—Med., ἀ. ποινὰ τίς ἔσται what remedy there shall be, Pi.P. 4.63.    II examine magistrates so as to prove their qualification, D.57.66 and 70.    2 of the magistrates, examine persons concerned in a suit, so as to prepare the matter for trial, And.1.101, Is.5.32; ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ὑμῖν καὶ ἀνακρίνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ δικαστήριον D.48.31, cf. Arist.Ath.56.6:—Pass., ἀνεκρίθησαν αἱ ἀμφισβητήσεις D.48.23:—Med., οὐκ ἀνεκρίνατο ταύτην [τὴν γραφήν] he did not have it examined, of the prosecutor, Id.21.103, cf. 53.17.    3 generally, examine, μάρτυρας SIG953.46 (Calymna); τινά 1 Cor.9.3:—Med., Michel409.9 (Cos).    4 select, Ps.-Callisth.3.26.    III in Med., abs., ἀνακρίνεσθαι πρὸς ἑωυτούς dispute, wrangle one with another, Hdt.9.56.

German (Pape)

[Seite 193] ausforschen, fragen, τινά, Plat. Conv. 201 e; Xen. u. sonst; untersuchen, Thuc. 1, 95; Plat. Legg. VI, 766 e; ὑπέρ τινος, Pol. 8, 19, 6; bes. von Rechtshändeln, wo δίκην zu ergänzen, ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ἡμῖν τοῖς ἀμφισβητοῦσι, καὶ ἀνακρίνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ δικαστήριον, als eine vorläufige Prüfung der Klage, ehe sie vor den Richter kommt, Dem. 48, 31; vgl. Plat. Legg. IX, 879 e; dah. pass., zur Untersuchung gezogen werden, Antiph. II α 9; ἐπειδὴ ἀνεκρίθησαν πρὸς τῷ ἄρχοντι ἅπασαι αἱ ἀμφισβητήσεις καὶ ἔδει ἀγωνίζεσθαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ Dem. 48, 43, nach beendigter Untersuchung kam es zu den Gerichtsverhandlungen. – Das med. wie act., befragen, Pind. P. 4, 63; οὐδ' ἀνεκρίνατο τὴν γραφὴν ὁ συκοφάντης, er ließ die Sache nicht vorläufig untersuchen, Dem. 21, 103; aber πρὸς ἑαυτοὺς ἀνακρινομένους ἠὼς κατελάμβανε, die mit einander Rechtenden, Her. 9, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακρίνω: [ῑ]: μέλλ. -ῐνῶ (ἴδε κρίνω): - ἐξετάζω διὰ παντοίων ἐρωτήσεων ὅπως εὕρω τὴν ἀλήθειαν, ἀνακρίνω, ὡς καὶ νῦν, Παυσανίαν Θουκ. 1. 95, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 6, Πλάτ. Συμπ. 201Ε· ἀν. τινὰ πόθεν ζῇ Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 2) ἐξετάζω, ἐρευνῶ περί τινος γεγονότος, ἀν. τοὺς ἐργασαμένους, ἐρευνῶ, ζητῶ νὰ εὕρω τίς εἶναι ὁ αὐτουργὸς τῆς πράξεως, Ἀντιφῶν 118. 10: - Μέσ., ἀν. ποινὰ τίς ἔσται, ποία θεραπεία θὰ ὑπάρξῃ, Πινδ. Π. 4. 111. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἐν χρήσει διττῶς ὡς τεχνικὸς ὅρος: 1) ἐξετάζω τοὺς ἄρχοντας ἵνα γνωρίσω εἰ ἔχουσι τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα, Δημ. 1319. 21., 1320, 18, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374-5, καὶ ἴδε τὴν λέξ. δοκιμασία. 2) ἐπὶ τῶν ἀρχόντων, ἐξετάζω πρόσωπα ἐνδιαφερόμενα εἴς τινα δίκην, ἵνα οὕτως ἑτοιμάσω τὴν ὕλην διὰ τὴν δίκην (ἴδε εἰσαγωγεὺς ΙΙ.), Ἀνδοκ. 13. 35, Ἰσαῖος 54. 11, Δημ. 1175. 28· τὸν ἄρχοντα ἀνακρίναντα εἰσάγειν [τὴν δίκην] Ἀριστ. Ἀποσπ. 382: - Μέσ., οὐκ ἀνεκρίνατο ταύτην [τὴν γραφήν], δὲν τὴν ἐξήτασεν, ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, Δημ. 548. 1, πρβλ. ἀνάκρισις. ΙΙΙ. ἐν μέσ. φωνῇ, ἀπολ., ἀνακρινομένους πρὸς ἑωυτούς, συζητοῦντας πρὸς ἀλλήλους, Ἡρόδ. 9. 56.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνακρινῶ, etc.
1 examiner, interroger : ἀν. τί τινα demander qch à qqn;
2 interroger en justice, instruire, acc.;
Moy. ἀνακρίνομαι se disputer : πρὸς ἑαυτούς HDT les uns les autres.
Étymologie: ἀνά, κρίνω.

English (Slater)

ἀνακρῑνω med.,
   1 ask enquire (Βάττον) δυσθρόου φωνᾶς ἀνᾰκρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται (P. 4.63)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀγκ- Hsch.

• Prosodia: [-ῑ- en pres., -ῐ- en fut.]
A interrogar
I c. compl. de pers.
1 interrogar ἀνακρίνοντες τῶν ἀφικνουμένων ἕκαστον Pl.Ax.371c, τοῦτον ἀνακρίνειν πόθεν ζῇ preguntarle de qué vive Diph.32.3, τὸν πατέρα μου LXX 1Re.20.12
en v. med. consultar un oráculo δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν al que consultaba qué debía ofrecer a los dioses a cambio de su tartamudez Pi.P.4.63
discutir c. pron. recíproco τοὺς δὲ ἐπεὶ ἀνακρινομένους πρὸς ἑωυτοὺς ἠὼς κατελάμβανε Hdt.9.56.
2 interrogar, hacer un interrogatorio esp. en sent. jur. μετεπέμποντο Παυσανίαν ἀνακρινοῦντες Th.1.95, cf. Antipho 2.1.9, Pl.Smp.201e, Lg.855e, ἀνακρινάντω δὲ το[ὺς] μάρτυρας SIG 953.46 (Calimna II a.C.), ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσίν ἐστιν αὕτη 1Ep.Cor.9.3, en el interrogatorio previo a un juicio ἀνακρίναντες δὲ ἡμᾶς Is.5.32, τὸν ... θεράποντα ... σαφῶς ἀνακρίναντες Antipho 2.3.2, cf. And.Myst.101, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας Act.Ap.12.19
c. dat. καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ἡμῖν D.48.31
en gener., abs. περὶ παρατάξεως Plb.12.28a.8, περὶ πάντων Act.Ap.24.8, ὑπὲρ τῶν κατὰ τὸν Σωσίβιον καὶ Βῶλιν ἀνακρινόμενος Plb.8.17.6, cf. Arr.Epict.1.1.20.
3 juzgar en v. pas. σαρκικῶς γὰρ οἱ τοιοῦτοι ἀνεκρίθησαν Epiph.Const.Haer.55.5.
4 examinar, probar a un magistrado para conocer su idoneidad ὥσπερ γὰρ τοὺς θεσμοθέτας ἀνακρίνετε D.57.66, 70, sobre cualquier tipo de conocimiento πάντες γὰρ μέχρι τινὸς ἐπιχειροῦσιν ἀνακρίνειν τοῦς ἐπαγγελλομένους Arist.SE 172a32
examinar a esclavos antes de la venta POxy.1209.19 (III a.C.), 1706.20 (III a.C.), SB 11277.23 (III d.C.).
II c. compl. de cosas
1 examinar, preguntar en gener. τὴν γενὴν ἀνακρίνει Call.Fr.203.54, τοὺς τῶν πρεσβυτέρων ἀνέκρινον λόγους Papias 2.4, οὐδ' ἀνακρίνοντος τοῦ καθηγουμένου Phld.Lib.p.21, τὰς γραφάς Act.Ap.17.11.
2 examinar en sent. jur. γραφαὶ δὲ καὶ δίκαι ... ἃς ἀνακρίνας εἰς τὸ δικαστήριον εἰσάγει Arist.Ath.56.6.
B en v. med.-pas. diferir, posponer τοῦ λαβεῖν τὴν αἴτησίν σου Ephr.Syr.3.223D.

English (Strong)

from ἀνά and κρίνω; properly, to scrutinize, i.e. (by implication) investigate, interrogate, determine: ask, question, discern, examine, judge, search.

English (Thayer)

1st aorist ἀνέκρινα; passive (present ἀνακρίνομαι); 1st aorist ἀνεκρίθην; (frequent in Greek writings, especially Attic); properly, "by looking through a series (ἀνά) of objects or particulars to distinguish (κρίνω) or search after. Hence,
a. to investigate, examine, inquire into, scrutinize, sift, question": τάς γραφάς); Judges , to hold an investigation; to interrogate, examine, the accused or the witnesses; absolutely: τινα, ἀπολογία shows) when in τοῖς ἐμέ ἀνακρίνουσί, investigating me, whether I am a true apostle.
b. universally, to judge of, estimate, determine (the excellence or defects of any person or thing): τί, τινα, 1 Corinthians 2:(Lightfoot Fresh Revision, etc. iv. § 3 (p. 67f, American edition).)