συστροφή

From LSJ
Revision as of 18:06, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστροφή Medium diacritics: συστροφή Low diacritics: συστροφή Capitals: ΣΥΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: systrophḗ Transliteration B: systrophē Transliteration C: systrofi Beta Code: sustrofh/

English (LSJ)

ἡ,

   A twisting together, σ. χαύνην λαμβάνειν to be loosely twisted, of yarn, Pl.Plt.282e.    2 turning round, v.l. (ap.Plu.2.891e) in Placit.2.29.3, for συντροφή.    3 condensation, density, Arist.Pr.964a18.    4 pl., dealings, converse between men, Epicur. Sent.33.    5 metaph. of style, terseness, concentration, D.H.Dem. 18, Th.53, Demetr.Eloc.8; ἐν συστροφῇ concisely, PMag.Lond.46.25.    II that which is rolled into one mass: hence,    1 collection, gathering, πλήθεος σ. Hdt.7.9.ά; seditious meeting, concourse, Plb. 4.34.6, Act.Ap.19.40; κατὰ συστροφάς in knots, D.H.5.31, etc.; μετὰ συστροφῆς in close array, D.S.11.8; also, swarm of bees, LXX Jd. 14.8 (v.l.); flock of birds, Artem.2.20; of other things, σ. δρυῶν D.Chr.1.52.    2 physical mass, aggregate, in pl., Epicur.Ep.1pp.25,28 U.; esp. morbid collection or deposit of tubercles, Hp.Art.41; αἱ περὶ τοὺς κονδύλους σ. chalk-stones, Dsc.1.30; σ. νεύρων a complication of nerves or sinews, Id.5.117, Eup.1.229; χάριν τοῦ . . τὰ νεῦρα καθάπερ ἐκ σ. τινος ἁπλοῦσθαι Sor.1.101; συστροφαὶ νοσημάτων Hp.Acut.(Sp.) 4; tumour, Plu.2.664f, Gal.15.773, Hp. ap. eund.19.143.    3 twisted grain in wood, Thphr.HP5.2.3, 5.5.1.    4 συστροφή, with or without ὄμβρου, a sudden storm of rain, Plb.3.74.5, 11.24.9; σ. ἀνέμου, πνεύματος, whirlwind, Phryn.374, Thphr.Vent. 34, LXX Ho.4.19; νέφη καὶ σ. Antig.Mir.40.    5 of stars, νεφελοειδὴς σ., = nebula, Heph.Astr.1.3, cf. Ptol.Tetr.149 (pl.), Alm.7.5, al.

German (Pape)

[Seite 1045] ἡ, das Zusammendrehen, -drängen, -ziehen, Plat. Polit. 282 e, das Sammeln, Vereinigen. Bes. das Zusammengedrängte, Versammelte, dichte Masse, Volkshaufe, Kriegsschaar, Her. 7, 9, 1; νεῶν, Pol. 4, 34, 6; – ἀνέμου, Wirbelwind, ὄμβρου, Platzregen, ib. 3, 74, 5; ἐξαίσιος συστροφὴ κατὰ τὸν ἀέρα, 11, 24, 9; ὑδάτων, Strudel. – Bei den Medic., wie Hippocr., Anhäufung ausgetretener Säfte, Geschwulst. – Uebertr., τῆς λέξεως, die abgerundete, bündige Kürze des Ausdrucks, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

συστροφή: ἡ, στρίψιμον, ὅσα δέ γε αὖ τὴν μὲν συστροφὴν χαύνην λαμβάνει, ὅσα δὲ πάλιν στρήφονται ἐλαφρά, ἐπὶ νημάτων, ἰδίως τῆς κρόκης, Πλάτ. Πολιτικ. 282Ε. 2) περιστροφή, Πλούτ. 2. 89. Ε. 3) συμπύκνωσις, πυκνότης, Ἀριστ. Προβλ. 34. 7. 4) μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, βραχύτης, συντομία, βραχυλοχία, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, π. Θουκ. 53. ΙΙ. τὸ διὰ συστροφῆς εἰς ἕνα ὄγκον σχηματιζόμενον, πυκνὸς ὄγκος, ὡς τὸ σύστρεμμα· ὄθεν, 1) συνάθροισις, συναγωγή, πλήθεος σ. Ἡρόδ. 7. 9, 2· συνάθροισις στασιαστική, ὄχλος, Πολύβ. 4. 34, 6· διελέγοντο πρὸς ἀλλήλους κατὰ συστροφάς, καθ’ ὁμάδας, Διον. Ἁλ. 5. 31, κλπ.· μετὰ συστροφῆς, ἐν πυκνῇ παρατάξει, Διόδ. 11. 8· - ὡσαύτως, σμῆνος μελισσῶν, Ἑβδ. (διάφ. γρ. ἐν Κριτ. ΙΔ΄, 9)· πλῆθος πτηνῶν, Ἀρτεμίδ. 2. 20· - ἄλλων πραγμάτων πλῆθος, σ. δρυῶν Δίων Χρυσ. σ. 61. 2) ἐπὶ συσσωρεύσεως νοσηρᾶς ὕλης ἐν τῷ σώματι, ἐπὶ φυμάτων, Ἱππ. π. Ἀρθρ. 807· αἱ περὶ τοὺς κονδύλους σ., ἐπὶ ὀστεωδῶν συγκρίσεων, Διοσκ. 1. 35· σ. νεύρων, συμπλοκὴ νεύρων ἢ τενόντων, περιπλοκὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ.· οἴδημα, πρῆσμα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ., πρβλ. Πλούτ. 2. 664F. 3) γόγγρος, ῥόζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, 5. 1. 4) συστροφή, μετὰ τῆς γεν. ὄμβρου ἢ ἄνευ αὐτῆς αἰφνιδίως ἐπερχομένη ἄφθονος βροχή, Πολύβ. 3. 74, 5, 11. 24, 9· οὕτω, σ. ἀνέμου, πνεύματος, ἀνεμοστρόβιλος Φρύν. 176, Ἑβδ. (Ὠσηὲ Δ΄, 19)· νεφελώδεις σ. Κλήμ. Ἀλεξ. 789. 30 - μεταφορ., αἱ συσ. τῶν παθῶν αὐτόθι. - Πρβλ. συστρέφω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
troupe d’hommes, particul. troupe de soldats.
Étymologie: συστρέφω.

English (Strong)

from συστρέφω; a twisting together, i.e. (figuratively) a secret coalition, riotous crowd: + band together, concourse.

English (Thayer)

συστροφῆς, ἡ (συστρέφω);
a. a twisting up together, a binding together.
b. a secret combination, a coalition, conspiracy: a concourse of disorderly persons, a riot (Polybius 4,34, 6), Acts 19:40.